Μια φορά κι έναν καιρό, οι ηθοποιοί φτιάξανε θιάσους, που τους είπανε «μπουλούκια».. Με τόπο συνάντησης τους την Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη και μετά από συζητήσεις για την επιλογή του έργου και των συμμετοχών, οι οικογενειακές συνήθως αυτές θεατρικές επιχειρήσεις, ξεκινούσαν την εξόρμηση τους στην επαρχεία, με έργα όπως η «Γκόλφο», «Ο Αγαπητικός της Βοσκόπουλας», «H ωραία του Πέραν», «Eσμέ η Τουρκοπούλα», «O κουρσάρος», «Tιμή και χρήμα», «H Κασσιανή», (ήσαν μερικά τα έργα που περιλάμβαναν στο ρεπερτόριο τους). Ταξίδευαν στην Τρίτη θέση με το τραίνο αφού συνήθως τα οικονομικά τους δεν επέτρεπαν και πολλές πολυτέλειες. Στήσανε τις παραστάσεις τους σε τσαντίρια ή πρόχειρα πατάρια, σε καφενεία και σε σχολεία και πρόσφεραν ομορφιά, δάκρυ και χαμόγελο. Κοιμόντουσαν όπου έβρισκαν και όπου μπορούσαν, κάτω από άθλιες συχνά συνθήκες και ζούσαν βίο πλάνητα, αφού βρίσκονταν συνεχώς σε κίνηση. Κάθε βράδυ και μια εμπειρία, κάθε πόλη και χωριό και από ένα συμβάν. Κανείς δεν πλούτισε παίζοντας στα μπουλούκια. Τις περισσότερες φορές έπαιζαν μόνο για ένα πιάτο φαγητό στην ταβέρνα της πόλης όπου έπαιζαν και δεν ήταν λίγες οι φορές που οι χωρικοί μην έχοντας χρήματα να τους πληρώσουν, ανταπέδιδαν το θέαμα σε είδος... Ένα καρβέλι ψωμί, αυγά, πατάτες, λάδι.... Παρ όλα αυτά τα μπουλούκια αποτέλεσαν με τις συχνές μετακινήσεις του στην ελληνική επαρχία την απαρχή της θεατρικής παιδείας και το κλασσικό πρότυπο της ελληνικής θεατρικής παράδοσης. Πολλοί αξιόλογοι ηθοποιοί συμμετείχαν ή προήλθαν από αυτά. Αιμίλιος Βεάκης, Μαρίκα Κοτοπούλη, Μίμης Φωτόπουλος, Βασιλεία Βασιλειάδου, Σπεράντζα Βρανά, Kαλή Καλό, Χριστόφορος Νέζερ, για να αναφέρουμε μερικά από τα γνωστά μας ονόματα του θεάτρου, και πολλοί άλλοι.
Σε εποχές που τα πράγματα πήγαιναν καλά τα θεατρικά μπουλούκια, δεν έπαιζαν σε πανηγύρια γιατί το θεωρούσαν ξεπεσμό.Όμως μετά το τέλος του πολέμου και με την δημιουργία των πρώτων θεατρικών αιθουσών αλλά και την εμφάνιση του κινηματογράφου στο προσκήνιο, πολλά μπουλούκια αναγκάστηκαν για να επιβιώσουν να παίξουν και στα πανηγύρια. Οι πρώτοι θίασοι μπουλουκιών εμφανίστηκαν με τη δημιουργία του νέου ελληνικού κράτους. Η ελληνική οικονομία στηριζόταν στην αγροτική παραγωγή, στην οικοτεχνία και τη μικρή βιοτεχνία. Η επαρχία έσφυζε από ζωή και αναζητούσε τη δική της πολιτιστική έκφραση. Το θέατρο αποτελούσε φυσική συνέχεια μιας πλούσιας λαϊκής παράδοσης. Η έλλειψη υποδομής δεν επέτρεπε την ίδρυση μόνιμων θιάσων με σταθερή έδρα. Ετσι, εμφανίζεται το φαινόμενο των τσαντιριών. Το μεσογειακό κλίμα επέτρεπε τη χρήση τους, τους περισσότερους μήνες του χρόνου. Το μπουλούκι, από τη μια, και το ελληνικό πανηγύρι, από την άλλη, κυριαρχούν στην πολιτιστική πραγματικότητα. Εξάλλου, το Βασιλικό Θέατρο, που υπήρχε τότε στην Αθήνα, αδυνατούσε να φιλοξενήσει τη λαϊκή πολιτιστική δραστηριότητα, οι δε άλλοι θίασοι (δεκαετία του '20 και μετά της Κοτοπούλη και της Κυβέλης) δεν μπορούσαν να απορροφήσουν όλους τους ηθοποιούς. Από τότε το ΣΕΗ στόχευε στη δημιουργία θεατρικής υποδομής σε κάθε γωνιά της Ελλάδας και κατανοούσε την ανάγκη της θεατρικής εκπαίδευσης.
«Η αστική μας σοβαροφάνεια» - σημειώνει ο Κώστας Γεωργουσόπουλος - «και ένα σύνδρομο μιας ηθικολογούσας σεμνοτυφίας, που κυριαρχεί ακόμα και στον κόσμο του θεάτρου, οδήγησε σε μια περιφρόνηση, ακόμη και από την πλευρά των ιστορικών και των θεωρητικών του νεοελληνικού θεάτρου, του φαινομένου που ονομάστηκε με απαξίωση "θεατρικό μπουλούκι". Προσωπικά, και το έχω δημόσια και πολλές φορές διατυπώσει, είδα πολύ θέατρο και έμαθα την αλφάβητο του θεάτρου από περιοδεύοντα μπουλούκια που συγκροτούσαν μεγάλοι μάστοροι, υπεύθυνοι σκυταλοδρόμοι της αδιάκοπης πορείας των αγίων μίμων μέσα σε σκοτεινές ή ημιφωτισμένες ατραπούς. Ευτύχησα να απολαύσω τη σκηνική μαγεία, αλλά και την αφοπλιστική τεχνική της Νίτσας Γαϊτανάκη, της Άννας Λώρη, του Άγγελου Λάμπρου, του Περικλή Χριστοφορίδη στο σοβαρό ρεπερτόριο και του Λουκά Μυλωνά στην κωμωδία και τη φάρσα, θαύμασα τον Τζιφό, τον Ζαννίνο και τον Νάσο Αποστολάκη στην περιοδεύουσα επιθεώρηση, άκουσα στο πιάνο τον μαέστρο Αβατάγγελο, χάρηκα το τραγούδι της Μιτσούκο, που καταγόταν από τη Μάντρα του Αττίκ. Γνώρισα αργότερα και τον Νικήτα Πλατή και ιδιαίτερα τον Λουκά Χρέλια και την κυρία Χρέλια».
Πέρασαν απ' αυτά ή γεννήθηκαν σ' αυτά μεγάλα ονόματα του θεάτρου μας, όπως ο Βεάκης, η Κοτοπούλη, ο Φωτόπουλος, η Βασιλειάδου, η Βρανά, ο Νέζερ, κ.ά., αλλά και λιγότερο γνωστοί στο ευρύ κοινό, όπως ο Χρέλιας, ο Θηβαίος, οι Παπαδόπουλοι, ο Φέρμας, ο Πλατής, οι Προβελλέγγιοι, ο Μυλωνάς, ο Ξύδης, οι Γακίδηδες, και πάρα πολλοί άλλοι
Μία από τις σκηνές αυτών των πλανόδιων καλλιτεχνών ήταν και η σκηνή του γυαλί καφενέ στην πάνω πλατεία της Άμφισσας. Από το 1936 διάφοροι θίασοι, με πρώτο εκείνον των Αυλωνίτη, Φωτόπουλου και Μακρή έπαιξαν στη σκηνή του. Ο Θόδωρος Αγγελόπουλος με την ταινία του «Ο Θίασος» κάνει μια πολύ ενδιαφέρουσα κινηματογραφική καταγραφή αυτού του μοναδικού φαινομένου, του μπουλουκιού, και των προβλημάτων του την εποχή του πολέμου και του εμφυλίου. Τα γυρίσματα μάλιστα της ταινίας έγιναν για πέντε μερόνυχτα του 1976, στη σκηνή του γυαλί καφενέ. Για τη σημερινή βέβαια κατάσταση αυτού του ιστορικού καφενείου, με τα πλαστικά καθίσματα και την γενικότερη υποβάθμιση, δεν χρειάζεται να πούμε και πολλά, είναι μια κατάσταση που δεν τιμά κανέναν, ούτε τον ιδιόκτητη αλλά ούτε και τον Δήμο. Το έχουμε ξαναπεί, με αφορμή και την ταβέρνα του Φαρόπουλου, αυτοί οι χώροι είναι ζωντανά μνημεία, η διατήρηση τους είναι πρωτεύουσας σημασίας. Το Γυαλί καφενέ χρειάζεται πλέον ένα πείραγμα. Μια διακριτική χειρονομία που δεν θα αλλοιώσει σε τίποτε τον ιστορικό του χαρακτήρα αλλά που θα του προσδώσει όμως ένα μέλλον, ένα σύγχρονο ύφος. Η σκηνή είναι εκεί… γιατί να μην είναι όμως και διαθέσιμη…
Στήνουμε θέατρα και τα χαλνούμε
στήνουμε θέατρα και σκηνικά,
όμως η μοίρα μας πάντα νικά
Και τα σαρώνει και μας σαρώνει
και τους θεατρίνους και το θεατρώνη
υποβολέα και μουσικούς
στους πέντε ανέμους τους βιαστικούς.
Σάρκες, λινάτσες, ξύλα, φτιασίδια,
ρίμες, αισθήματα, πέπλα, στολίδια,
μάσκες, λιογέρματα, γόοι και κραυγές
κι επιφωνήματα και χαραυγές
ριγμένα ανάκατα μαζί μ' εμάς
(πες μου πού πάμε; πες μου πού πας;)
πάνω απ' το δέρμα μας γυμνά τα νεύρα
σαν τις λουρίδες ονάγρου ή ζέβρα.
1 σχόλιο:
Το Video, μια εκπληκτική δουλειά της Ρένας Τσαγγαίου....
"Το Μεγάλο Καφενείο" (full version documentary, 36,03 min)
Σύνδεσμος http://vimeo.com/62858063
Συνέντευξη: Μιλτιάδης Γκουζούρης, επιμέλεια κειμένου: Ανθή Παπαγεωργίου.
Λήψεις: Ιωάννα Ανδριανοπούλου, Ρένα Τσαγγαίου.
Σύλληψη,μοντάζ,μουσική επιμέλεια: Ρένα Τσαγγαίου.
Δημοσίευση σχολίου