Θανάσης Στεφόπουλος: (Άμφισσα 1928, Αθήνα 2012) Γιος του ζωγράφου και αγιογράφου Α. Στεφόπουλου. Σπούδασε στην Α.Σ.Κ.Τ ζωγραφική με δασκάλους τους Μπισκίνη, Π. Μαθιόπουλο, Γ. Μόραλη και Ο. Αργυρό, και χαρακτική με το Γ. Κεφαλληνό. Συνέχισε τις σπουδές του στο Παρίσι, όπου τελικά παρέμεινε και εργάστηκε έως το 1964. Σε αυτό το διάστημα, εκτός από τη μετεκπαίδευση του στην Ecole des Beaux-Arts, παρακολούθησε μαθήματα στην Ecole Pratique des Hautes Etudes και στην Ecole du Louvre, με κεντρικό αντικείμενο την αρχαία ελληνική τέχνη και αρχιτεκτονική. Υπήρξε μέρος της μεγάλης παρέας των μοντερνιστών, (Τσόκλης. Καράς, Κανιάρης, Γαίτης) που στις αρχές τις δεκαετίας του πενήντα πηγαίνουν στο Παρίσι και ανανεώνουν την ελληνική τέχνη. Ο Θανάσης Στεφόπουλος συνδυάζει στη ζωγραφική του τόσο στοιχεία της ελληνικής παράδοσης που διδάχθηκε όσο και τον ευρωπαϊκό μοντερνισμό της εποχής αυτής
Στη ζωγραφική του αφομοιώνει σταδιακά και με προσωπικό τρόπο τόσο τις εικαστικές προτάσεις των Ελλήνων δασκάλων του όσο και τα διδάγματα της παρισινής τέχνης. Συνήθως ζωγραφίζει με λάδι, αλλά ασχολείται και με το σχέδιο και διάφορες τεχνικές χαρακτικής. Στα πρώτα του έργα κυριαρχούσαν οι νεκρές φύσεις με ιδιαίτερη έμφαση στο χρώμα και στη δομή της σύνθεσης. Σε αυτήν την περίοδο εντάσσονται και τα έργα που παρουσιάζονται στην παρούσα έκθεση. Γύρω στο 1960 οι συνθέσεις του γίνονται πιο ελεύθερες, το περιγραφικό στοιχείο υποχωρεί αισθητά και δίνει τη θέση του σε μια πολύ πιο αφηρημένη τεχνοτροπία. Σε αυτό το στάδιο η εξέλιξη της ζωγραφικής οδηγεί σε ένα είδος αφηρημένης τοπιογραφίας που εντάσσεται, εν μέρει, σε ανάλογους πειραματισμούς της γαλλικής τέχνης, Η συγγένεια που διατηρούν αυτά τα έργα με την ελληνική ζωγραφική ίσως και με το ελληνικό τοπίο, γίνεται φανερή από το χειρισμό του χρώματος και το βαθύ λυρισμό που χαρακτηρίζει το σύνολο της εργασίας του. Προς το τέλος της δεκαετίας του 60 παρατηρείται μια ακόμα εξελικτική φάση στη ζωγραφική του: η εικόνα του τοπίου συγκροτείται καθαρότερα και το χρώμα κατασταλάζει σε πλούσιες αποχρώσεις, κυρίως του γαλάζιου και της ώχρας. Χωρίς να καταργείται η υλικότητα του χρώματος, τονίζεται περισσότερο η αίσθηση της ατμόσφαιρας, και αναδεικνύεται με καθαρά εικαστικά μέσα η σιωπηλή αρμονία της φύσης. Η έμφαση στην οριζόντια διάταξη και η ρυθμική εναλλαγή των χρωμάτων της γης, της θάλασσας και του ουρανού δημιουργούν εικόνες που άλλοτε μοιάζουν οικείες, άλλοτε φανταστικές σαν μακρινοί τόποι στοχασμού, ψυχικής ηρεμίας και ανάτασης. Εκπλήσσει η αίσθηση της συνέχειας μέσα στο έργο του. Σαν να φαίνεται ότι υπάρχει ένα πρόγραμμα που ακολουθείται. Μια εσωτερική τελεολογία. Στα τοπία της δεκαετίας του πενήντα θα προσέξουμε τις λεπτές τονικές μεταβάσεις που τα χαρακτηρίζουν. Στις νεκρές φύσεις οι ελάχιστες διαβαθμίσεις δημιουργούν τις αρμονίες μέσα στην επικράτηση του γκριζοπράσινου ή του γκριζόμαυρου αντίστοιχα. Αλλά το ίδιο μπορούμε να υποστηρίξουμε και για τις αφαιρετικές συνθέσεις της δεκαετίας του 1960. Μας αναγκάζουν να επιμείνουμε στα περάσματα των τόνων και των αρμονιών. Ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του εξήντα ο Στεφόπουλος αντιλαμβάνεται τη ζωγραφική σαν τον φορέα μιας πνευματικότητας και σαν την εκδήλωση μιας ιδέας σε συμφωνία με την πρωτοπορία της εποχής. Οι χρωματικές διαβαθμίσεις στο έργο του κινούνται στους πόλους από τη μια πλευρά των γαιωδών χρωμάτων και από την άλλη των γκριζομπλέ. Μέσα όμως στις περιορισμένες διαβαθμίσεις αναδύεται ο τεράστιος πλούτος των αρμονιών. Αλλά ο καλλιτέχνης δεν σταματά εδώ. Μας ενδιαφέρει το γεγονός ότι στο κέντρο βάρους του πίνακα το χρώμα αποκτά βαρύτητα και όγκο γίνεται συμπαγές. Οι βράχοι του αποκτούν μια μεγάλη γλυπτικότητα. Γίνονται ένα συμπαγές σώμα. Με αυτόν τον τρόπο οι λιτές, σχεδόν μονόχρωμες επιφάνειες του αποκτούν σώμα και πραγματικότητα. Το έργο του, ταυτόχρονα, σε οδηγεί σε μια εσωτερική ενατένιση αλλά και στη σαρκικότητα της ύλης.
Ο ιαπωνισμός απασχόλησε σε όλη τη διάρκεια της πορείας του τον καλλιτέχνη. Δεν αποτελεί, πάντως, το έργο του μια νέα εκδοχή του εξωτισμού των αρχών του 20ου αιώνα. Από τα χαρακτικά του έργα θα διαπιστώσει κανείς μια κομψότητα στη γραμμή καθώς και μια σχεδιαστική αποτύπωση της φόρμας που παραπέμπει στην ιαπωνική τέχνη. Αλλά και οι γκρίζες επιφάνειες της δεκαετίας του εξήντα οδηγούν περισσότερο στην ιαπωνική τεχνική του τινάγματος του πινέλου παρά στον αφηρημένο εξπρεσιονισμό της δεκαετίας του πενήντα. Οι ουράνιες θάλασσες και οι συνθέσεις με τα φυτά της τελευταίας περιόδου παραπέμπουν, για άλλη μια φορά, στην ιαπωνική τέχνη.
Μέσα σε αυτήν τη ζωγραφική ενυπάρχουν δυο στοιχεία: η περατότητα και το απεριόριστο, το άπειρο. Ο Στεφόπουλος σε αντίθεση με τους αφαιρετικούς ζωγράφους δίνει στο χρώμα και τον τόνο έναν τόπο. Καθετί θα αναζητηθεί κάπου. Οι φόρμες του έχουν όνομα. Δεν χάνονται σε κάποιο απροσδιόριστο χώρο. Όμως πίσω από τα στιβαρά βουνά του υπάρχουν άλλα και πίσω από αυτά άλλα. Οριοθετεί τον χώρο και παράλληλα τον ανοίγει. Αυτή η ζωγραφική προσδιορίζει την ίδια την ανθρώπινη κατάσταση: ο καλλιτέχνης τονίζει ότι εάν απομακρυνθούμε από την εικόνα της φυσικότητας, τότε το άπειρο γίνεται προσιτό και η ίδια η παγκόσμια σκέψη προβάλλεται. Τι θα μπορούσε να μας πει αυτή η ζωγραφική; ότι ίδια η εμπειρία είναι πάντα εν τω γίγνεσθαι, μια συνεχής πορεία και διαδικασία η οποία μπορεί να επαληθευτεί ή να διαψευσθεί, ότι στην εμπειρία δε μπορεί να υπάρξει καμιά τελική αποδεικτικότητα και βεβαιότητα. Η μόνη βεβαιότητα είναι το άπειρο. Η ζωγραφική, η ίδια η τέχνη στοχεύει σε αυτό.
Από συνέντευξή του στην Αυγή 1/7/09
Είσαστε από τους πρώτους Έλληνες καλλιτέχνες που μετά τον πόλεμο, το 1954, πηγαίνετε στο Παρίσι και έρχεστε σε επαφή με το κίνημα του μοντέρνου αυτής της εποχής. Τι αποκομίσατε από αυτήν την εμπειρία;
Πηγαίνοντας στο Παρίσι είχα στο μυαλό μου τα λόγια του δασκάλου μου Παπαλουκά «ό,τι δεν μετριέται μην το ζωγραφίζεις. Αναζητούσα από τότε μια τάξη στο έργο. Η ζωγραφική είναι πειθαρχία. Γνώρισα από κοντά την πρωτοπορία της εποχής. Διατηρούσα όμως τις επιφυλάξεις μου. Ο tachisme, για παράδειγμα, αποτελούσε μια διάλυση της αρχιτεκτονικής του έργου. Πάντως στο Παρίσι κατάλαβα ότι η τέχνη του ολίγου μπορούσε να σταθεί σαν μοντέρνα έκφραση. Να συνδυάσω μέσα στο έργο την απλότητα, την ελευθερία και το λίγο και ασήμαντο που γίνεται σημαντικό.
Επαναλαμβάνετε συχνά αυτήν την τελευταία πρόταση. Τι εννοείτε συγκεκριμένα;
Υπήρξα είκοσι πέντε χρόνια δάσκαλος και διαρκώς το εξηγώ. Θα έλεγα ότι η απλότητα δεν είναι το αντίθετο του πολύπλοκου. Αντίθετα, θα έλεγα ότι είναι μια ψυχοπνευματική λειτουργία για να περιέχονται πολλά χωρίς να περιγράφονται. Η περιγραφή είναι ο εχθρός της τέχνης. Η απλότητα είναι στην ουσία η τέχνη. Η τέχνη δεν πρέπει να βλέπει με ένα δουλικό τρόπο την πραγματικότητα. Εγώ στο έργο μου προτίμησα να ενώσω τη δύση με την Ανατολή και θεωρώ ότι φαίνεται μέσα στο έργο μου μια ελευθερία και μια απλότητα. Τώρα βέβαια λέξεις, ελευθερία και απλότητα δεν τις γνωρίζει ο κόσμος σε βάθος. Εγώ την ελευθερία την ονομάζω ερχομό στη ζωή. Από το έρχεσθαι. Όσον αφορά την απλότητα, θα έλεγα ότι περιέχει πολλά πράγματα χωρίς να τα περιγράφει. Αυτά τα δυο χαρακτηριστικά θα πρέπει να είναι τα ιδανικά της εποχής για έναν καλλιτέχνη.
Ταυτίζουν το έργο σας με το μοντέρνο και την αφαίρεση αλλά έχω την αίσθηση ότι η σχέση σας με την παράδοση είναι αρκετά βαθιά.
Ο Μάριο ντε Μικέλι σημείωνε ότι ο 20ός αιώνας είναι μια απάντηση στα ιδανικά αλλά και στα ερωτήματα που έθεσε ο 19ος αιώνας. Όταν λέμε 19ος αιώνας εννοούμε Βαν Γκογκ, Κουρμπέ, τους Ναμπί του 1890, τον Κορώ, τον Βιγιάρ και τόσους άλλους. Φανταστείτε ότι ο Βαν Γκογκ έβαζε τις βάσεις της μοντέρνας τέχνης όταν έγραφε στην αλληλογραφία με τον αδελφό του: σήμερα έστησα ένα κίτρινο. Τι σημαίνει αυτό; Σημαίνει, απλά, ότι κι ένα χρώμα μπορείς να το ολοκληρώσεις, να σταθεί πάνω στον πίνακα και να λέει αυτό είναι κίτρινο χωρίς κανείς να ενοχλείται. Αυτό είναι μια ικανότητα την οποία οι μεγάλοι ζωγράφοι του 19ου αιώνα τη βρήκαν και την κατέκτησαν.
Όμως από τον καιρό που βρίσκεστε στο Παρίσι στα μέσα της δεκαετίας του '60 το κίνημα των αφηρημένων περνά κρίση. Πώς την εξηγείτε;
Εμένα με απασχολεί περισσότερο γιατί εγκαταλείπουν οι μοντέρνοι την αφαίρεση και οδηγούνται σε κάτι που ούτε μετριέται ούτε εκφράζει τίποτα και τελικά διώχνει τον κόσμο από την τέχνη. Μπορεί να μη γνωρίζουνε καν τι είναι η αφαίρεση. Γιατί η αφαίρεση είναι ένας μαθηματικός, επιστημονικός, φιλοσοφικός όρος. Παίρνουμε τα πλαστικά στοιχεία, τα ίδια όλων των τεχνών και των πολιτισμών και τα ανασυνθέτουμε ώστε να έχουμε μια καινούργια εικόνα κι αυτό δεν είναι αφαίρεση, ούτε άρνηση της πραγματικότητας. Αφαίρεση δεν σημαίνει περιφρονώ τη φύση.
Προηγουμένως αναφερθήκατε στα ιδανικά της μεγάλης ζωγραφικής του 19ου αιώνα. Τα ιδανικά αυτά που περιγράφετε γονιμοποίησαν τον προηγούμενο αιώνα;
Τον 20ό αιώνα η εξουσία προσπάθησε να μειώσει αυτά τα ιδανικά όσο μπορούσε περισσότερο. Για παράδειγμα το κίνημα Φλούξους δημιουργεί ένα ρυθμό άλλα αντ' άλλων. Όταν δεν μπόρεσαν ούτε με τον Νταντά, ούτε με το Φλούξους κ.λπ. να μειώσουν τη δραστικότητα του μοντέρνου κινήματος τότε ανήγγειλαν βαρύγδουπα ότι η τέχνη πέθανε. Από εδώ κι εμπρός έχουμε την εννοιολογική τέχνη η οποία δεν έχει καμία σχέση με το αντικείμενο της τέχνης που γνωρίζαμε μέχρι σήμερα. Θυμάμαι εξέθεσε κάποιος ένα έργο το οποίο δεν είχε κάνει αλλά την υπογραφή και την απόδειξη ότι το αγόρασε, την οποία κορνίζαρε και την έβαλε στον τοίχο. Όμως η τέχνη δεν είναι δυνατό να πεθάνει. Η τέχνη εκφράζει τον άνθρωπο.
Στη ζωγραφική του αφομοιώνει σταδιακά και με προσωπικό τρόπο τόσο τις εικαστικές προτάσεις των Ελλήνων δασκάλων του όσο και τα διδάγματα της παρισινής τέχνης. Συνήθως ζωγραφίζει με λάδι, αλλά ασχολείται και με το σχέδιο και διάφορες τεχνικές χαρακτικής. Στα πρώτα του έργα κυριαρχούσαν οι νεκρές φύσεις με ιδιαίτερη έμφαση στο χρώμα και στη δομή της σύνθεσης. Σε αυτήν την περίοδο εντάσσονται και τα έργα που παρουσιάζονται στην παρούσα έκθεση. Γύρω στο 1960 οι συνθέσεις του γίνονται πιο ελεύθερες, το περιγραφικό στοιχείο υποχωρεί αισθητά και δίνει τη θέση του σε μια πολύ πιο αφηρημένη τεχνοτροπία. Σε αυτό το στάδιο η εξέλιξη της ζωγραφικής οδηγεί σε ένα είδος αφηρημένης τοπιογραφίας που εντάσσεται, εν μέρει, σε ανάλογους πειραματισμούς της γαλλικής τέχνης, Η συγγένεια που διατηρούν αυτά τα έργα με την ελληνική ζωγραφική ίσως και με το ελληνικό τοπίο, γίνεται φανερή από το χειρισμό του χρώματος και το βαθύ λυρισμό που χαρακτηρίζει το σύνολο της εργασίας του. Προς το τέλος της δεκαετίας του 60 παρατηρείται μια ακόμα εξελικτική φάση στη ζωγραφική του: η εικόνα του τοπίου συγκροτείται καθαρότερα και το χρώμα κατασταλάζει σε πλούσιες αποχρώσεις, κυρίως του γαλάζιου και της ώχρας. Χωρίς να καταργείται η υλικότητα του χρώματος, τονίζεται περισσότερο η αίσθηση της ατμόσφαιρας, και αναδεικνύεται με καθαρά εικαστικά μέσα η σιωπηλή αρμονία της φύσης. Η έμφαση στην οριζόντια διάταξη και η ρυθμική εναλλαγή των χρωμάτων της γης, της θάλασσας και του ουρανού δημιουργούν εικόνες που άλλοτε μοιάζουν οικείες, άλλοτε φανταστικές σαν μακρινοί τόποι στοχασμού, ψυχικής ηρεμίας και ανάτασης. Εκπλήσσει η αίσθηση της συνέχειας μέσα στο έργο του. Σαν να φαίνεται ότι υπάρχει ένα πρόγραμμα που ακολουθείται. Μια εσωτερική τελεολογία. Στα τοπία της δεκαετίας του πενήντα θα προσέξουμε τις λεπτές τονικές μεταβάσεις που τα χαρακτηρίζουν. Στις νεκρές φύσεις οι ελάχιστες διαβαθμίσεις δημιουργούν τις αρμονίες μέσα στην επικράτηση του γκριζοπράσινου ή του γκριζόμαυρου αντίστοιχα. Αλλά το ίδιο μπορούμε να υποστηρίξουμε και για τις αφαιρετικές συνθέσεις της δεκαετίας του 1960. Μας αναγκάζουν να επιμείνουμε στα περάσματα των τόνων και των αρμονιών. Ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του εξήντα ο Στεφόπουλος αντιλαμβάνεται τη ζωγραφική σαν τον φορέα μιας πνευματικότητας και σαν την εκδήλωση μιας ιδέας σε συμφωνία με την πρωτοπορία της εποχής. Οι χρωματικές διαβαθμίσεις στο έργο του κινούνται στους πόλους από τη μια πλευρά των γαιωδών χρωμάτων και από την άλλη των γκριζομπλέ. Μέσα όμως στις περιορισμένες διαβαθμίσεις αναδύεται ο τεράστιος πλούτος των αρμονιών. Αλλά ο καλλιτέχνης δεν σταματά εδώ. Μας ενδιαφέρει το γεγονός ότι στο κέντρο βάρους του πίνακα το χρώμα αποκτά βαρύτητα και όγκο γίνεται συμπαγές. Οι βράχοι του αποκτούν μια μεγάλη γλυπτικότητα. Γίνονται ένα συμπαγές σώμα. Με αυτόν τον τρόπο οι λιτές, σχεδόν μονόχρωμες επιφάνειες του αποκτούν σώμα και πραγματικότητα. Το έργο του, ταυτόχρονα, σε οδηγεί σε μια εσωτερική ενατένιση αλλά και στη σαρκικότητα της ύλης.
Ο ιαπωνισμός απασχόλησε σε όλη τη διάρκεια της πορείας του τον καλλιτέχνη. Δεν αποτελεί, πάντως, το έργο του μια νέα εκδοχή του εξωτισμού των αρχών του 20ου αιώνα. Από τα χαρακτικά του έργα θα διαπιστώσει κανείς μια κομψότητα στη γραμμή καθώς και μια σχεδιαστική αποτύπωση της φόρμας που παραπέμπει στην ιαπωνική τέχνη. Αλλά και οι γκρίζες επιφάνειες της δεκαετίας του εξήντα οδηγούν περισσότερο στην ιαπωνική τεχνική του τινάγματος του πινέλου παρά στον αφηρημένο εξπρεσιονισμό της δεκαετίας του πενήντα. Οι ουράνιες θάλασσες και οι συνθέσεις με τα φυτά της τελευταίας περιόδου παραπέμπουν, για άλλη μια φορά, στην ιαπωνική τέχνη.
Μέσα σε αυτήν τη ζωγραφική ενυπάρχουν δυο στοιχεία: η περατότητα και το απεριόριστο, το άπειρο. Ο Στεφόπουλος σε αντίθεση με τους αφαιρετικούς ζωγράφους δίνει στο χρώμα και τον τόνο έναν τόπο. Καθετί θα αναζητηθεί κάπου. Οι φόρμες του έχουν όνομα. Δεν χάνονται σε κάποιο απροσδιόριστο χώρο. Όμως πίσω από τα στιβαρά βουνά του υπάρχουν άλλα και πίσω από αυτά άλλα. Οριοθετεί τον χώρο και παράλληλα τον ανοίγει. Αυτή η ζωγραφική προσδιορίζει την ίδια την ανθρώπινη κατάσταση: ο καλλιτέχνης τονίζει ότι εάν απομακρυνθούμε από την εικόνα της φυσικότητας, τότε το άπειρο γίνεται προσιτό και η ίδια η παγκόσμια σκέψη προβάλλεται. Τι θα μπορούσε να μας πει αυτή η ζωγραφική; ότι ίδια η εμπειρία είναι πάντα εν τω γίγνεσθαι, μια συνεχής πορεία και διαδικασία η οποία μπορεί να επαληθευτεί ή να διαψευσθεί, ότι στην εμπειρία δε μπορεί να υπάρξει καμιά τελική αποδεικτικότητα και βεβαιότητα. Η μόνη βεβαιότητα είναι το άπειρο. Η ζωγραφική, η ίδια η τέχνη στοχεύει σε αυτό.
Από συνέντευξή του στην Αυγή 1/7/09
Είσαστε από τους πρώτους Έλληνες καλλιτέχνες που μετά τον πόλεμο, το 1954, πηγαίνετε στο Παρίσι και έρχεστε σε επαφή με το κίνημα του μοντέρνου αυτής της εποχής. Τι αποκομίσατε από αυτήν την εμπειρία;
Πηγαίνοντας στο Παρίσι είχα στο μυαλό μου τα λόγια του δασκάλου μου Παπαλουκά «ό,τι δεν μετριέται μην το ζωγραφίζεις. Αναζητούσα από τότε μια τάξη στο έργο. Η ζωγραφική είναι πειθαρχία. Γνώρισα από κοντά την πρωτοπορία της εποχής. Διατηρούσα όμως τις επιφυλάξεις μου. Ο tachisme, για παράδειγμα, αποτελούσε μια διάλυση της αρχιτεκτονικής του έργου. Πάντως στο Παρίσι κατάλαβα ότι η τέχνη του ολίγου μπορούσε να σταθεί σαν μοντέρνα έκφραση. Να συνδυάσω μέσα στο έργο την απλότητα, την ελευθερία και το λίγο και ασήμαντο που γίνεται σημαντικό.
Επαναλαμβάνετε συχνά αυτήν την τελευταία πρόταση. Τι εννοείτε συγκεκριμένα;
Υπήρξα είκοσι πέντε χρόνια δάσκαλος και διαρκώς το εξηγώ. Θα έλεγα ότι η απλότητα δεν είναι το αντίθετο του πολύπλοκου. Αντίθετα, θα έλεγα ότι είναι μια ψυχοπνευματική λειτουργία για να περιέχονται πολλά χωρίς να περιγράφονται. Η περιγραφή είναι ο εχθρός της τέχνης. Η απλότητα είναι στην ουσία η τέχνη. Η τέχνη δεν πρέπει να βλέπει με ένα δουλικό τρόπο την πραγματικότητα. Εγώ στο έργο μου προτίμησα να ενώσω τη δύση με την Ανατολή και θεωρώ ότι φαίνεται μέσα στο έργο μου μια ελευθερία και μια απλότητα. Τώρα βέβαια λέξεις, ελευθερία και απλότητα δεν τις γνωρίζει ο κόσμος σε βάθος. Εγώ την ελευθερία την ονομάζω ερχομό στη ζωή. Από το έρχεσθαι. Όσον αφορά την απλότητα, θα έλεγα ότι περιέχει πολλά πράγματα χωρίς να τα περιγράφει. Αυτά τα δυο χαρακτηριστικά θα πρέπει να είναι τα ιδανικά της εποχής για έναν καλλιτέχνη.
Ταυτίζουν το έργο σας με το μοντέρνο και την αφαίρεση αλλά έχω την αίσθηση ότι η σχέση σας με την παράδοση είναι αρκετά βαθιά.
Ο Μάριο ντε Μικέλι σημείωνε ότι ο 20ός αιώνας είναι μια απάντηση στα ιδανικά αλλά και στα ερωτήματα που έθεσε ο 19ος αιώνας. Όταν λέμε 19ος αιώνας εννοούμε Βαν Γκογκ, Κουρμπέ, τους Ναμπί του 1890, τον Κορώ, τον Βιγιάρ και τόσους άλλους. Φανταστείτε ότι ο Βαν Γκογκ έβαζε τις βάσεις της μοντέρνας τέχνης όταν έγραφε στην αλληλογραφία με τον αδελφό του: σήμερα έστησα ένα κίτρινο. Τι σημαίνει αυτό; Σημαίνει, απλά, ότι κι ένα χρώμα μπορείς να το ολοκληρώσεις, να σταθεί πάνω στον πίνακα και να λέει αυτό είναι κίτρινο χωρίς κανείς να ενοχλείται. Αυτό είναι μια ικανότητα την οποία οι μεγάλοι ζωγράφοι του 19ου αιώνα τη βρήκαν και την κατέκτησαν.
Όμως από τον καιρό που βρίσκεστε στο Παρίσι στα μέσα της δεκαετίας του '60 το κίνημα των αφηρημένων περνά κρίση. Πώς την εξηγείτε;
Εμένα με απασχολεί περισσότερο γιατί εγκαταλείπουν οι μοντέρνοι την αφαίρεση και οδηγούνται σε κάτι που ούτε μετριέται ούτε εκφράζει τίποτα και τελικά διώχνει τον κόσμο από την τέχνη. Μπορεί να μη γνωρίζουνε καν τι είναι η αφαίρεση. Γιατί η αφαίρεση είναι ένας μαθηματικός, επιστημονικός, φιλοσοφικός όρος. Παίρνουμε τα πλαστικά στοιχεία, τα ίδια όλων των τεχνών και των πολιτισμών και τα ανασυνθέτουμε ώστε να έχουμε μια καινούργια εικόνα κι αυτό δεν είναι αφαίρεση, ούτε άρνηση της πραγματικότητας. Αφαίρεση δεν σημαίνει περιφρονώ τη φύση.
Προηγουμένως αναφερθήκατε στα ιδανικά της μεγάλης ζωγραφικής του 19ου αιώνα. Τα ιδανικά αυτά που περιγράφετε γονιμοποίησαν τον προηγούμενο αιώνα;
Τον 20ό αιώνα η εξουσία προσπάθησε να μειώσει αυτά τα ιδανικά όσο μπορούσε περισσότερο. Για παράδειγμα το κίνημα Φλούξους δημιουργεί ένα ρυθμό άλλα αντ' άλλων. Όταν δεν μπόρεσαν ούτε με τον Νταντά, ούτε με το Φλούξους κ.λπ. να μειώσουν τη δραστικότητα του μοντέρνου κινήματος τότε ανήγγειλαν βαρύγδουπα ότι η τέχνη πέθανε. Από εδώ κι εμπρός έχουμε την εννοιολογική τέχνη η οποία δεν έχει καμία σχέση με το αντικείμενο της τέχνης που γνωρίζαμε μέχρι σήμερα. Θυμάμαι εξέθεσε κάποιος ένα έργο το οποίο δεν είχε κάνει αλλά την υπογραφή και την απόδειξη ότι το αγόρασε, την οποία κορνίζαρε και την έβαλε στον τοίχο. Όμως η τέχνη δεν είναι δυνατό να πεθάνει. Η τέχνη εκφράζει τον άνθρωπο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου