Σελίδες

Παρασκευή 12 Μαρτίου 2010

Αλέξανδρος Δελμούζος

O Αλέξανδρος Δελμούζος γεννήθηκε στην Άμφισσα το 1880, όπου και τελείωσε τις γυμνασιακές του σπουδές. Στη συνέχεια σπούδαζει Φιλοσοφία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, το οποίο όμως δεν ήταν δυνατόν εκείνη την περίοδο να ανταποκριθεί σε σοβαρές αναζητήσεις, με αποτέλεσμά να απογοητευθεί βαθιά. Παρακολουθούσε αδιάφορος τα μαθήματα του και παίρνει αργοπορημένα το πτυχίο του το 1902 όπου και φεύγει για τη Γερμανία για να σπουδάσει Παιδαγωγική στο Πανεπιστήμιο της Ιένα. Επιστρέφει το 1907.

Επί 30 μήνες (8 Σεπτεμβρίου 1908 – 2 Μαρτίου 1911) είχε την διεύθυνση τού δημοτικού σχολείου θηλέων του Βόλου (το «Παρθεναγωγείο»), όπου εφάρμοσε πρωτότυπες, ριζοσπαστικές παιδαγωγικές μεθόδους με έμφαση στην ανάπτυξη της κριτικής σκέψης και την αυτοπεποίθηση των μαθητριών. Μία από τις μαθήτριές του τον έχει περιγράψει με τα ακόλουθα λόγια: «Είχε μεταδοτικότητα. Μας μαγνήτιζε. Δεν είχαμε ποτέ τέτοιον δάσκαλο. Δεν αγαπούσε καθόλου τον μαϊουδισμό και μας έλεγε “να είστε εκείνο που είστε”. Αυτό μας δίδασκε. Μας συνιστούσε επίσης να εκδηλωνόμαστε εντελώς φυσικά, χωρίς προσποιήσεις».

Στις μεθόδους του αντέδρασε η Εκκλησία με κινητοποιήσεις του θρησκόληπτου όχλου από τον μητροπολίτη Δημητριάδος Γερμανό Μαυρομάτη και την ελεγχόμενη από την Εκκλησία αντιδραστική τοπική εφημερίδα «Κήρυξ»: «οι διαδηλωταί εξαφθέντες εζήτησαν να μεταβούν να καύσουν το Παρθεναγωγείον. Πληροφορηθέντες όμως ότι τούτο φυλάσσεται υπό εφίππου δυνάμεως, ηθέλησαν να καύσουν την οικία του κ. Δελμούζου, αλλά πληροφορηθέντες ότι και εκεί εφύλασσε δύναμις στρατού, διελύθησαν», έγραψε η εφημερίδα «Θεσσαλία» .

Αποτέλεσμα αυτών των αθλιοτήτων ήταν να κλείσει το σχολείο στις 2 Μαρτίου 1911 με απόφαση του τρομοκρατημένου δημοτικού συμβουλίου και ο Δελμούζος να παραπεμφθεί μαζί με άλλους στην περιβόητη δίκη των «Αθεϊκών» (Απρίλιος 1914) με τις κατηγορίες της «αντιχριστιανικής προπαγάνδας», της «παρακώλυσης προσευχής», της «εξύβρισης επισκόπου», του «προσηλυτισμού» και της διάδοσης αθεϊστικών απόψεων. Η δίκη έγινε στο Ναύπλιο, όπου όμως, παρά τις πιέσεις των θεοκρατών και τις απίθανες καταθέσεις τους, όπως λ.χ. εκείνη του ίδιου του μητροπολίτη («εις την συνείδησιν όλου του κόσμου μαλλιαρισμός, αναρχισμός, σοσιαλισμός, αθεϊσμός, μασονία είναι εν και το αυτό...»), στις 28 Απριλίου όλοι οι κατηγορούμενοι κρίθηκαν αθώοι «ελλείψει αποδείξεων περί της ενοχής αυτών» . Το 1918 βρέθηκε μαζί με τον Τριανταφυλλίδη στις ανώτατες θέσεις της εκπαιδευτικής ιεραρχίας, όμως η ήττα του Βενιζέλου στις εκλογές του 1920 ανέκοψε την πορεία του προοδευτικού - δημοκρατικού ρεύματος που προσπαθούσε να ανατρέψει τις καθιερωμένες ισορροπίες. Ο Δελμούζος παραιτήθηκε από το υπουργείο Παιδείας και στις αρχές του 1921 έφυγε στην Γερμανία και εγκαταστάθηκε με την οικογένειά του στο Μόναχο. Εκεί ήλθε σε στενή επαφή με τα προοδευτικά εκπαιδευτικά συστήματα και με τον «μύθο» της Παιδαγωγικής Επιστήμης εκείνης της εποχής, Γκέοργκ Κέρσενσταϊνερ. Έκτοτε, οι απόψεις για ένα «σχολείο εργασίας», για καθιέρωση μαθήματος «αγωγής του πολίτη», για «μαθητικές κοινότητες» κ.ά. κυριάρχησαν στο σύστημα του Δελμούζου. Κύρια παιδαγωγική αρχή για τον Δελμούζο ήταν η καλλιέργεια και ανάδειξη της δημιουργικότητας και αυτενέργειας των μαθητών, καθώς και η προσαρμογή της διδασκαλίας στις ανάγκες του κάθε μαθητή ξεχωριστά.

Επέστρεψε στην Ελλάδα το 1923, μετά από την επανάσταση του Πλαστήρα και ανέλαβε την διεύθυνση του «Μαρασλείου Διδασκαλείου», αλλά κατά τον 2ο χρόνο της λειτουργίας του Διδασκαλείου επαναλήφθηκαν οι προ δεκαετίας θεοκρατικές αθλιότητες του Βόλου: εναντίον του Δελμούζου και των συνεργατών του κατατέθηκαν μηνύσεις για «αντεθνική δράση, αθεΐα και υπόθαλψη της ανηθικότητας», έγιναν ανακρίσεις και παρά την απαλλακτική έκθεση του αρεοπαγίτη Γεώργιου Αντωνακάκη το έτος 1926 και την μη παραπομπή του Δελμούζου, δεν γλίτωσε την θέση του και απολύθηκε από το «Μαράσλειο» .

Τα επόμενα χρόνια, υπερασπιζόμενος τον ιδεολογικό πυρήνα των εκπαιδευτικών του απόψεων, τον «Νεοελληνικό Ανθρωπισμό», ήλθε σε ρήξη με τον παλαιό φίλο και συνεργάτη του Δημήτρη Γληνό, που ενέτασσε το εκπαιδευτικό ζήτημα στο ευρύτερο του σοσιαλιστικού μετασχηματισμού της κοινωνίας. Η διαφωνία αυτή οδήγησε το 1927 στην διάσπαση και λίγο αργότερα στην διάλυση του «Εκπαιδευτικού Ομίλου» .

Από το 1929 έως το 1938 διετέλεσε καθηγητής Παιδαγωγικής στο Πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης. Ενέπνευσε την Εκπαιδευτική Μεταρρύθμιση του 1929, εργαζόμενος για την συγκρότηση ενός σύγχρονου πλαισίου για την ελληνική εκπαίδευση (με 6ετή υποχρεωτική φοίτηση, διδασκαλία των αρχαίων συγγραφέων από μετάφραση, συστηματική εισαγωγή του μαθήματος της Αγωγής του Πολίτη κ.ά.). Και αυτή όμως η προσπάθειά του συνάντησε σοβαρές αντιδράσεις και καταργήθηκε μόλις η δικτατορία της 4ης Αυγούστου παρέσχε την δυνατότητα στους αντιδραστικούς βυζαντινιστές και δεξιούς «εθνικόφρονες». Τον Σεπτέμβριο του 1937, ο Δελμούζος υπέβαλε την παραίτησή του από το Πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης αλλά και από τη θέση του, ως επόπτη του Πειραματικού του Σχολείου: το φασιστικό καθεστώς Μεταξά με εγκύκλιο του υπουργού Παιδείας τον ενέτασσε σ' εκείνους «που προσεπάθησαν να υπονομεύσουν την Θρησκείαν, την πατρίδα και την οικογένειαν και... ενεφάνισαν... την αποσυνθετικήν αυτών προσπάθειαν ως εκπαιδευτικήν μεταρρύθμισιν». Ο Δελμούζος έζησε έκτοτε στην Αθήνα μέχρι τον θάνατό του, τον Δεκέμβριο του 1956, συνεχίζοντας ωστόσο να συγγράφει, να δίνει διαλέξεις και να συμμετέχει σε ό,τι μπορούσε, κατά τη γνώμη του, να είναι χρήσιμο για την Ελληνική Εκπαίδευση. Χαρακτηριστική για την επικαιρότητα της αγωνίας του γύρω από τα εκπαιδευτικά πράγματα είναι μία έκκληση που έκανε σε μία ομιλία του (Νοέμβριος του 1946): «να πάψει το εκπαιδευτικό πρόβλημα να γίνεται ποδόσφαιρο ανάμεσα στα κόμματα και τις κενοδοξίες ανίδεων ανθρώπων που διευθύνουν το υπουργείο της Παιδείας».


Ρένα Σταυρίδη-Πατρικίου


Η ιστορία του γλωσσικού ζητήματος


"Το γλωσσικό ζήτημα υπήρξε ένα πρόσφορο πεδίο πάνω στο οποίο καλλιεργήθηκαν σοβαρές αντιπαραθέσεις ιδεών και συμπεριφορών σε κρίσιμες φάσεις της ανάπτυξης της ελληνικής κοινωνίας. Οι απαρχές των αντιπαραθέσεων αυτών πρέπει να τοποθετηθούν κατά τους χρόνους του νεοελληνικού διαφωτισμού. Η αιτία που έφερε στην επιφάνεια τις βαθιές αυτές διαφορές ήταν η επίμονη αναζήτηση ενός ενιαίου γλωσσικού οργάνου, προκειμένου να συγκροτηθεί μια εθνική παιδεία, καθώς και η συστηματική καλλιέργεια και προβολή της ομιλούμενης γλώσσας από νέες κοινωνικές δυνάμεις, οι οποίες επιχειρούσαν να διαχειριστούν με νέους όρους και με νέα γλώσσα τα ζητήματα της αγωγής και της αυτογνωσίας του έθνους.

Το θέμα της γλώσσας ήταν επιβαρημένο από έναν ισχυρό κοινωνικό συμβολισμό, ο οποίος είχε κληρονομηθεί από τη μακρά παράδοση της αντίθεσης ανάμεσα στη γραπτή αττικίζουσα και την κοινή ομιλουμένη. Ο συμβολισμός αυτός δεν μπόρεσε να ξεπεραστεί, όπως συνέβη στην αντίστοιχη περίπτωση της λατινικής απέναντι στις άλλες εθνικές γλώσσες. Η λογοτεχνική ανάπτυξη την οποία γνώρισαν οι γλώσσες αυτές κατά την Αναγέννηση, τους έδωσε κύρος και εξάλειψε την κοινωνική δυσπιστία που προκαλούσε η λαϊκότητά τους.

Κατεξοχήν εκπρόσωποι των δυνάμεων που προωθούσαν την ομιλουμένη ήταν ο Ρήγας (1757-1798), ο Δημήτριος Καταρτζής (περ. 1730-1807), ο Γρηγόριος Κωνσταντάς (1758-1844), ο Αθανάσιος Χριστόπουλος (1772-1847), ο Ιωάννης Βηλαράς (1771-1823), ο οποίος είχε προτείνει, μάλιστα, και ένα σύστημα φωνητικής γραφής (Ρομέηκη Γλόσα, 1814), και άλλοι.

Ο Αδαμάντιος Κοραής (1748-1833), ενθουσιώδης και συστηματικός συνήγορος της ομιλούμενης, αφιέρωσε το μεγαλύτερο μέρος του επιβλητικού του έργου στη μελέτη και τη καλλιέργεια της γλώσσας αυτής, με σκοπό να συμβάλει στη συγκρότηση μιας "νεοελληνικής φιλολογίας". Πίστευε, ωστόσο, ότι "το ιδίωμα του λαού" είχε φθαρεί και πρότεινε ένα σύστημα εξωραϊσμού και καθαρισμού από τα "σαπημένα". Κατά τον Κοραή υπήρχε «ανάγκη να ακολουθήσωμεν μέσην οδόν εις μόρφωσιν της γλώσσας». Η "μέση οδός" του Κοραή συνιστούσε έτσι κι αλλιώς μια άμυνα απέναντι στις υπερβολές του αρχαϊσμού, τον οποίο καλλιεργούσαν και πρόβαλλαν επίσης ως όργανο εθνικής παιδείας οι κύκλοι των Φαναριωτών αλλά και το Πατριαρχείο. Ο Νεόφυτος Δούκας (περ. 1760-1845) και ο Παναγιώτης Κοδρικάς (1762-1827) είναι χαρακτηριστικές περιπτώσεις οπαδών του αρχαϊσμού, οι οποίοι στράφηκαν με σφοδρότητα εναντίον του Κοραή.

Η άποψη για τη στενή συνάρτηση της δημοτικής γλώσσας με την αναγέννηση του έθνους θα διατυπωθεί με κορυφαίο τρόπο από τον Διονύσιο Σολωμό στον Διάλογο (1824). Παράλληλα, η επτανησιακή παράδοση θα βοηθήσει και στη λογοτεχνική καλλιέργεια της δημοτικής (Ανδρέας Λασκαράτος, Αριστοτέλης Βαλαωρίτης) και στη θεωρητική της επεξεργασία (Νικόλαος Κονεμένος, Το ζήτημα της γλώσσας, 1873• Και πάλε περί γλώσσας, 1875).

Με την ίδρυση του ελληνικού κράτους οι ιδέες του Διαφωτισμού υποχώρησαν, μια και οι προβληματισμοί της ελληνικής κοινωνίας στράφηκαν πλέον γύρω από την πολιτική και τη διοικητική της συγκρότηση. Τα επίσημα έγγραφα συντάχθηκαν στη λόγια γλώσσα και επανήλθε ισχυρότερη παρά ποτέ η προκατάληψη της φθοράς και της παρακμής που είχε υποστεί η λαϊκή γλώσσα από την ξένη κατάκτηση. Το νέο κράτος αναζήτησε στα αρχαία ελληνικά γλωσσικό υλικό για την απόδοση νέων εννοιών. Τουλάχιστον ως τα μέσα του 19ου αιώνα η καθαρεύουσα θα εξαρχαΐζεται όλο και περισσότερο. 'Ετσι, το 1853 θα δημοσιευτεί συστηματοποιημένη η εκδοχή της πλήρους επιστροφής στην αρχαία ελληνική (Παναγιώτη Σούτσου, Νέα σχολή του γραφομένου λόγου ή ανάστασις της αρχαίας ελληνικής γλώσσης εννοουμένης υπό πάντων) και το 1856 θα εκδοθεί β.δ. σχετικό με τη σχολική γλώσσα, το οποίο θα ορίζει ότι "Γραμματική της ελληνικής γλώσσης ορίζεται η της αρχαίας και μόνη".

Ωστόσο, κατά την τελευταία εικοσαετία του 19ου αιώνα άρχισαν να εκφράζονται συστηματικές αντιδράσεις στις ρομαντικές υπερβολές του αρχαϊσμού. Το γλωσσικό ζήτημα θα επανεμφανιστεί με το χαρακτηριστικό γνώρισμα των προεπαναστατικών διενέξεων: τη βαθιά σύγκρουση ανάμεσα σε αντιλήψεις οι οποίες δεν θα αναφέρονται μόνο στη γλώσσα αλλά στη συνολική προαγωγή της ελληνικής κοινωνίας.

Από το 1880 ως το 1890 οι συστηματικές απόψεις που έχουν διατυπωθεί γύρω από το ζήτημα της γλώσσας είναι οι εξής: α) ο περαιτέρω εξαρχαϊσμός της καθαρεύουσας (Κωνσταντίνος Κόντος, Γλωσσικαί παρατηρήσεις, 1882)• β) η επιστροφή "βαθμηδόν και αδιακόπως" στην ομιλουμένη (Δημήτριος Βερναρδάκης, Ψευδαττικισμού έλεγχος, 1884)• γ) η διατήρηση και ο εξωραϊσμός της καθαρεύουσας εν αναμονή της εξέλιξης της ομιλούμενης (Γεώργιος Χατζιδάκις, Βάσανος έλεγχος ψευδαττικισμού ή μελέτη επί της Νέας Ελληνικής, 1884) και δ) η καθιέρωση της δημοτικής σε όλες τις μορφές λόγου. Η τελευταία αυτή άποψη είχε μόλις αποκτήσει θεωρητικά-γλωσσολογικά θεμέλια (Ψυχάρης, Δοκίμια της ιστορικής νεοελληνικής γραμματικής, 1884-1886) και ιδεολογικό εξοπλισμό (Ψυχάρης, Το ταξίδι μου 1888). Πρόκειται για στοιχεία που θα της επιτρέψουν να συσπειρώσει οπαδούς και, στη συνέχεια, να μετατρέψει τις συσπειρώσεις αυτές σε μαχητικό κίνημα.

Την ίδια εποχή, εκτός από το έργο του Ψυχάρη, ισχυρή συνδρομή στη συγκρότηση της ιδεολογικής θεμελίωσης του δημοτικισμού και της σταδιακής διείσδυσής του στον πολιτισμικό και αργότερα στον κοινωνικοπολιτικό χώρο υπήρξε το έργο του Εμμανουήλ Ροΐδη (Περί της σημερινής ελληνικής γλώσσης, 1885,•Τα είδωλα, 1893), καθώς και η λογοτεχνική παραγωγή της Νέας Αθηναϊκής Σχολής με κύριο εκφραστή τον Κωστή Παλαμά.

'Ετσι, στις αρχές του 20ού αιώνα έχουν αρχίσει να διαφαίνονται τα κυριότερα γνωρίσματα που θα συνοδεύσουν τον δημοτικισμό στο πρώτο στάδιο της πορείας του. Το κίνημα αυτό θα είναι εθνικό, πολιτικό, φιλελεύθερο, επιστημονικό και με στόχους εκσυγχρονιστικούς. Θα υποστηριχθεί από τη δυναμική παρουσία, το έργο και την οικονομική ενίσχυση λογίων και επιχειρηματιών της διασποράς (Αλέξανδρος Πάλλης, Αργύρης Εφταλιώτης, Πέτρος Βλαστός, Πηνελόπη Δέλτα, Φώτης Φωτιάδης). Αποτέλεσμα της δράσης αυτής, συνδεδεμένης με το αίτημα για τη συναρμογή της δημοτικής γλώσσας με την εκπαίδευση, θα είναι η δημιουργία συλλόγων (Εθνική Γλώσσα, 1905• Εκπαιδευτικός 'Ομιλος, 1910• Φοιτητική Συντροφιά, 1910) και η έκδοση περιοδικών μαχητικών εντύπων (Ο Νουμάς, 1903-1931• Δελτίο του Εκπαιδευτικού Ομίλου, 1911-1924). Πρωταγωνιστές αυτής της περιόδου θα είναι ο Αλέξανδρος Δελμούζος, ο Μανόλης Τριανταφυλλίδης και ο Δημήτρης Γληνός, οι οποίοι είτε ως εκφραστές θεσμών είτε ως διωκόμενοι από θεσμούς θα χρησιμοποιήσουν τη δημοτική γλώσσα ως σύμβολο και ως εργαλείο για την προώθηση και την καλλιέργεια βαθιών αλλαγών στην ελληνική κοινωνία.

Το ίδιο χρονικό διάστημα η θεωρητική θεμελίωση του μαρξισμού στον χώρο των ελληνικών ιδεών (Γεώργιος Σκληρός, Το Κοινωνικόν μας ζήτημα, 1907) και οι σοσιαλιστικές συσπειρώσεις που προκάλεσε, δημιούργησαν το πρώτο σοβαρό ρήγμα στις τάξεις των δημοτικιστών. Σε όλο τον 20ο αιώνα η δημοτική γλώσσα θα αντιμετωπιστεί ως φορέας ιδεολογίας από τους ίδιους τους οπαδούς της με την πιο μεγάλη αντίφαση: από ορισμένους ως απόδειξη της εθνικής συνέχειας, από άλλους ως γλώσσα της λαϊκής βούλησης και από τρίτους ως όπλο της εργατικής τάξης.

Οι κοινωνικές δυνάμεις που συγκρότησαν τους πόλους της γλωσσικής διαμάχης κατά τον 20ό αιώνα διέφεραν από τις αντίστοιχες του 18ου και του 19ου αιώνα κατά τούτο: Οι δημοτικιστές -εσωτερικά διαφοροποιημένοι- αποτελούσαν ένα σύνολο που ενεργούσε εκτός κρατικών θεσμών και το οποίο σκόπευε ή να διεισδύσει στους θεσμούς ή να τους ανατρέψει. Οι οπαδοί της καθαρεύουσας αποτέλεσαν ένα σύνολο που υποστηρίχθηκε από προσδιορισμένους φορείς εξουσίας (Εκκλησία, Κυβέρνηση, Πανεπιστήμιο) και, επομένως, διέθετε τα όπλα που του εξασφάλιζε η εξουσία της οποίας ήταν φορέας. Αποτέλεσμα τούτου ήταν η βαθμιαία πρόσληψη της μεν δημοτικής ως συμβόλου ανατρεπτικού λόγου, της δε καθαρεύουσας ως συμβόλου αυθεντίας.

Η σοβαρή πολιτική κρίση που σημειώθηκε εξαιτίας της μετάφρασης της Καινής Διαθήκης (Ευαγγελικά, 1901) και λίγο αργότερα της Ορέστειας (Ορεστειακά, 1903) ήταν η απαρχή μιας μακράς πορείας φαινομένων συνυφασμένων με τις δημοτικιστικές πιέσεις και τα μέτρα που λαμβάνονταν για να τις ανακόψουν: ανάμεσα σε άλλα, επανειλημμένες διοικητικές ποινές στον Κωστή Παλαμά ως γγ. του Πανεπιστημίου Αθηνών (1908, 1911), παραπομπή στη Δικαιοσύνη του διευθυντή του παρθεναγωγείου του Βόλου, Αλέξανδρου Δελμούζου και των συνεργατών του με τις κατηγορίες της αθεΐας, βλάβης των ηθών, πρόσκλησης εις απεργίαν, παρακώλυσης προσευχής (Δίκη του Ναυπλίου, 1914).

Το 1911 ψηφίστηκε η συνταγματική διάταξη που όριζε ότι «Επίσημος γλώσσα του κράτους είναι εκείνη εις την οποίαν συντάσσεται το πολίτευμα και της ελληνικής νομοθεσίας τα κείμενα». Το 1917 η Προσωρινή Κυβέρνηση της Θεσσαλονίκης επιχείρησε την πρώτη καθιέρωση της διδασκαλίας της δημοτικής στις τρεις πρώτες τάξεις του δημοτικού. Η απόπειρα αυτή θα ματαιωθεί βίαια μετά την κυβερνητική αλλαγή του 1920 και η επιτροπή που θα ελέγξει τα διδακτικά βιβλία της βενιζελικής μεταρρύθμισης θα αποφανθεί ότι πρέπει να "καώσι". Το 1925 και το 1928 θα διωχθούν δικαστικά και πάλι ο Δελμούζος ως διευθυντής του Μαρασλείου και ο Μίλτος Κουντουράς ως διευθυντής του Διδασκαλείου Θεσσαλονίκης για αντιθρησκευτική, αντιπατριωτική και ανήθικη διδασκαλία.

Το 1929 ο Ελευθέριος Βενιζέλος θα προχωρήσει στην πιο ολοκληρωμένη εκπαιδευτική μεταρρύθμιση του Μεσοπολέμου μέσα σε ένα κοινωνικοπολιτικό πλαίσιο που θα καθορίζεται, πλέον, και από την παρουσία του εργατικού κινήματος και του ΚΚΕ. Η δημοτική ως σύμβολο ανατρεπτικού λόγου θα αλλάξει χέρια και από τον μεταρρυθμιστικό φιλελευθερισμό του Βενιζέλου θα περάσει ως κομματικό ιδίωμα στο ΚΚΕ. Μετά από αυτό, η αντιπαράθεση των συμβολισμών θα οξυνθεί ακόμη περισσότερο με σοβαρές συνέπειες στο κοινωνικοπολιτικό επίπεδο (ανάμεσα στα άλλα, πειθαρχική δίωξη του καθηγητή της Φιλοσοφικής Σχολής Ιωάννη Κακριδή για την έκδοση βιβλίου του με μονοτονικό σύστημα το 1941).

Με τη μεταρρύθμιση του 1964 έγινε νέα απόπειρα συστηματικής εισαγωγής της δημοτικής στην εκπαίδευση. Και αυτή η μεταρρύθμιση καταργήθηκε από το καθεστώς της δικτατορίας το 1967.

Θεσμικά, το γλωσσικό ζήτημα λύθηκε με την απάλειψη της γλωσσικής διάταξης από το Σύνταγμα του 1974, καθώς και με τη σειρά των νομοθετικών μέτρων που πάρθηκαν από τις κυβερνήσεις του Κωνσταντίνου Καραμανλή (1976) και του Ανδρέα Παπανδρέου (1982), οι οποίες ρύθμισαν, εκτός των άλλων, θέματα σχετικά με την ακώλυτη χρήση και τη συστηματική διδασκαλία της δημοτικής γλώσσας."


*η Ρένα Σταυρίδη-Πατρικίου είναι αναπληρώτρια καθηγήτρια Iστορίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο.

Δεν υπάρχουν σχόλια: