Της Εύας Βαρουτά Φλώρου
Πρόκειται για ένα περίτεχνο μνημείο από τα
σημαντικότερα της μέσης Βυζαντινής περιόδου.
Κτητορική επιγραφή δεν υπάρχει, έτσι δεν μας
είναι γνωστή η ακριβής χρονολογία κατασκευής. Κατά τον MILLET το Μνημείο
χρονολογείται στον 11ο μ Χ. αιώνα, ενώ από τον MEGAW χρονολογείται στο 1ο
τέταρτο του 12ου μ. Χ. αιώνα.
Με το Μνημείο έχει διεξοδικά ασχοληθεί ο
Αναστάσιος Ορλάνδος στη δημοσίευσή του «Ο παρά την Άμφισσαν Ναός του Σωτήρος»
στο ΑΒΜΕ (Αρχείο των Βυζαντινών Μνημείων της Ελλάδος), ΤΟΜΟΣ Α, 1935, ενώ η
πρώτη δημοσίευση έγινε από τον Γ. Λαμπάκη που φωτογράφισε το Ναό στα 1896,
(Δελτίο της Χριστιανικής Αρχαιολογικής Εταιρείας Γ, σελ. 39, εικόνα 8.
Τυπολογικά, ο ναός ανήκει στον τύπο του
σταυροειδούς εγγεγραμμένου δικιόνιου μετά τρούλου, τύπου ιδιαίτερα διαδεδομένου
στον Ελληνικό χώρο στην περίπτωση ναών μετρίου μεγέθους. Όπως όλοι σχεδόν οι
μεσοβυζαντινοί ναοί της Ελλάδος έτσι και αυτός έχει στην κάτοψη σχήμα τετράγωνο
(7.20 x 7.30), με ελαφρά παράγωνη χάραξη, (γραφική ακανονιστία).
Ο τρούλος είναι Αθηναϊκού τύπου, οκτάπλευρος,
κεραμοσκεπής με κοίλα βυζαντινά κεραμίδια και φέρει από ένα μαρμάρινο κιονίσκο
με επίθημα σε κάθε ακμή. Η σημερινή μορφή του δεν είναι η αρχική, αλλά
προέρχεται από μεταγενέστερες επεμβάσεις.
Εξωτερικά, η τοιχοδομία παρουσιάζει εξαιρετική
επιμέλεια στην ανατολική και βόρεια όψη και διαμορφώνεται με πλήρες
πλινθοπερίκλειστο σύστημα, ενώ στη δυτική και νότια όψη είναι λιγότερο
επιμελημένη με αργούς λίθους, η δε κρηπίδα στην βάση του ναού διαμορφώνεται με
Spolia. Το εσωτερικό του ναού είναι σήμερα επιχρισμένο κατά το μεγαλύτερο μέρος
του. Ενδιαφέρουσα είναι η κεραμοπλαστική διακόσμηση του ναού με πλίνθινες
οδοντωτές ταινίες, σκυφία, κουφικά, ηλιακά ωρολόγια, κλπ. Επίσης ο ναός
κοσμείται εξωτερικά με σταυρούς από spolia, ενώ εσωτερικά εξαιρετικό ενδιαφέρον
παρουσιάζει ο γλυπτός διάκοσμος των κιόνων και του διαλυμένου σήμερα μαρμάρινου
τέμπλου.
Τα παράθυρα είναι μονόλοβα – δίλοβα – τρίλοβα με μαρμάρινους κιονίσκους με
επιθήματα από γλυπτό διάκοσμο.
Το τέμπλο του Ναού της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος.
Αντικείμενο της παρούσας μελέτης αποτελεί το τέμπλο του ναού
Μεταμορφώσεως του Σωτήρος στην Άμφισσα, ενός από τα ασφαλώς σημαντικότερα και
ωραιότερα μνημεία του 12ου αιώνα στην Ελλάδα. Η αναπαράσταση του τέμπλου δεν
είχε μέχρι σήμερα δημοσιευθεί διεξοδικά και ως εκ τούτου παρουσιάζει ιδιαίτερο επιστημονικό
αλλά και αναστηλωτικό ενδιαφέρον. Ο ναός είναι δημοσιευμένος από τον Α. Ορλάνδο,
όπου γίνεται πλήρης ανάλυση της αρχιτεκτονικής του κτιρίου, ενώ παράλληλα
παρουσιάζονται και ταυτίζονται τα σημαντικότερα από τα σωζόμενα μέλη του
γλυπτού διακόσμου του. Το τέμπλο σωζόταν στη θέση του τουλάχιστον έως το 1896,
όταν δημοσίευσε στοιχεία για το μνημείο ο Λαμπάκης, ο οποίος το περιγράφει ως «διασώζον
την χρήσιν των διαστύλων καί θωρακίων της αρχαίας εκκλησίας», όχι όμως και κατά
την επίσκεψη του Ορλάνδου. Από τον πρώτο μάλιστα είχε ληφθεί και φωτογραφία της
Ωραίας Πύλης, η υπ' αριθ. 2316 του αρχείου Λαμπάκη, στην οποία φαίνεται να
σώζονται κατά χώραν οι εκατέρωθεν αυτής πεσσίσκοι, ενώ το άνοιγμα έχει μετατραπεί
σε κτιστό τοξωτό. Παραμένουν, ωστόσο, ορισμένες ασάφειες ως προς την κατάσταση
στην οποία βρισκόταν το τέμπλο κατά την εποχή της φωτογράφησης του, όπως για
παράδειγμα τι ακριβώς συνέβαινε στα παραβήματα και πού βρίσκονταν τα υπόλοιπα
μέλη. Δεν είναι εξάλλου γνωστό αν είχε ήδη κτιστεί ο τοίχος που φράσσει σήμερα
την είσοδο του διακονικού, ο οποίος ούτε αναφέρεται στο κείμενο ούτε
εμφανίζεται στο σχέδιο του Ορλάνδου, ενδέχεται όμως να έχει παραλειφθεί ως
νεότερη αλλοίωση.
Τα γλυπτά μέλη του τέμπλου
Τα μέλη του διαλελυμένου τέμπλου, που περιγράφονται και αναλύονται
από τον Ορλάνδο, είναι: οι δύο κεντρικοί πεσσίσκοι και το επιστύλιο του ιερού Βήματος,
το επιστύλιο της πρόθεσης, καθώς και θραύσμα ενός των κεντρικών κιονίσκων που
δεν σώζεται πλέον, για το οποίο δίδεται και πρόχειρο σχέδιο οριζόντιας τομής.
Δεν αναφέρονται καθόλου τα υπόλοιπα σωζόμενα τεμάχια και συγκεκριμένα δύο
θραύσματα που συναποτελούσαν έναν πεσσίσκο προερχόμενο από γωνιακό διαμέρισμα,
θραύσμα του πάνω τμήματος αντίστοιχου κιονίσκου, καθώς και θραύσμα γλυπτού
μέλους με καρδιόσχημα ανθέμια, που ίσως ανήκε στον κοσμήτη πάνω ακριβώς από το
επιστύλιο του τέμπλου. Το τελευταίο θραύσμα, καθώς και το πάνω μέρος του
θραυσμένου πεσσίσκου της πρόθεσης ή του διακονικού, είναι γνωστά μόνο από
φωτογραφίες του καθηγητή Χ. Μπούρα, που ελήφθησαν το 1970 και βρίσκονται στο αρχείο
του σπουδαστηρίου της Ιστορίας της Αρχιτεκτονικής του Ε.Μ.Π. Έκτοτε προφανώς
έχουν κλαπεί, όπως και το θραυσμένο πάνω στέλεχος του σταθμού του βημοθύρου του
νότιου πεσσίσκου της Ωραίας Πύλης, που περιγράφεται από τον Ορλάνδο και
φαίνεται επίσης στη φωτογραφία του αρχείου του σπουδαστηρίου του Ε.Μ.Π..
Περιγραφή - Γραφική αποκατάσταση
Αν και δεν σώζεται ο αρχικός στυλοβάτης, από την ύπαρξη επιμέρους
επιστυλίων εύκολα προκύπτει ότι η διάταξη του τέμπλου ήταν τριμερής, κατ'
αντιστοιχίαν προς τα ανοίγματα του ιερού Βήματος. Τα δύο μέλη, των οποίων η
ταύτιση είναι σαφέστατη, είναι οι δύο πεσσίσκοι που τοποθετούνται εκατέρωθεν
της Ωραίας Πύλης. Σώζονται σχεδόν ακέραιοι, εκτός από τους συμφυείς κιονίσκους
που έφεραν, των οποίων είναι ορατή μόνον η γένεση. Έχουν πλάτος 0,16 μ. περίπου
και ύψος 0,96 μ., ο δε διάκοσμος τους περιλαμβάνει στο ανώτερο μέρος το σύνηθες
θέμα του σταυρού κάτω από τόξο, που στον μεν βόρειο συνδυάζεται με τα αρχικά I(HCOY)C
X(PICTOC) Ν(Ι)Κ(Α), στον δε νότιο εκφύεται μέσα από όρπηκες με φύλλα άκανθας. Το
υπόλοιπο τμήμα τους κοσμείται με σιγμοειδείς συγκλίνοντες βλαστούς που
σχηματίζουν καρδιόσχημα ανθέμια εντός πλαισίου, το οποίο προς τα πάνω
επιστέφεται από το τόξο που περιβάλλει το σταυρό, ενώ στο κατώτερο τμήμα απολήγει
σε κοίλο προς τα κάτω τόξο. Οι συμφυείς σταθμοί των βημοθύρων έχουν πλάτος 0,10
μ. περίπου και ύψος 0,76 μ. και φέρουν πλοχμούς στην πρόσοψη, ενώ διακοσμείται
και η πλάγια όψη με ελισσόμενους βλαστούς που φέρουν καμπτόμενα φύλλα, στη δε
κατακόρυφη ακμή διαμορφώνεται αστράγαλος. Στο ανώτερο μέρος ένα χέρι κρατεί
ράβδο που καταλήγει σε κουκουνάρι. Όπως ήδη σημειώθηκε, αυτό σώζεται μόνο στο βόρειο
πεσσό, ενώ το αντίστοιχο του νότιου έφερε κατά τον Ορλάνδο βότρυν σταφυλής. Στο
πίσω μέρος των σταθμών των βημοθύρων σώζονται εγκοπές για την υποδοχή της
θύρας. Οι κιονίσκοι εκατέρωθεν της κεντρικής πύλης είχαν διατομή επιμηκυσμένου
οκταγώνου, στην κύρια πλευρά του οποίου διαμορφώνεται δέσμη τεσσάρων κιονίσκων.
Παρόμοιες διατάξεις είναι συνήθεις από το 12ο αιώνα και εξής. Στο μέσον του ύψους
του κιονίσκου σχηματιζόταν κατά κανόνα κόμβος σε μορφή ηράκλειου δεσμού, όπως
ασφαλώς θα συνέβαινε και εδώ. Ως αντίστοιχα παραδείγματα μπορούν να αναφερθούν ενδεικτικά
το τέμπλο της μονής Βλαχέρνας στην Άρτα, αρχιτεκτονικό μέλος από την
αρχαιολογική συλλογή της Άνδρου και κιονίσκοι από την Αγία Τριάδα του Κριεζώτη,
την Παναγία Βελλάς, τον Όσιο Λουκά. Στη βάση του κιονίσκου, στις αποτετμημένες
γωνίες που προκύπτουν από το οκτάγωνο σχήμα, τοποθετούνται μικρά κουκουνάρια.
Όπως προκύπτει από τα μεγέθη, δεν θα πρέπει να υπήρχαν κιονίσκοι
στα άκρα του ανοίγματος. Από το επιστύλιο του ιερού Βήματος, του οποίου η πρόσοψη
έχει πλάτος 0,226 μ., σώζεται το μέγιστο μέρος, σε δύο κομμάτια μήκους 1,01 και
0,88 μ. και ύψους 0,285μ. Λείπει το κεντρικό τμήμα μήκους 0,44 μ.10. Οι ακμές
διαμορφώνονται κάτω με σχοινίο, πάνω με απότμηση. Τα δύο θραύσματα παρουσιάζουν
μια τάση τονισμού της συμμετρίας της σύνθεσης, με την τοποθέτηση σε κάθε άκρο
του επιστυλίου τεσσάρων καρδιόσχημων ανθεμίων διατεταγμένων με τρόπο, ώστε να
διαμορφώνεται σταυρός, δίπλα σε αυτούς ζώδια (στη μία περίπτωση δύο αντωπά
πτηνά που πίνουν νερό από περιρραντήριο και στην άλλη ένα αρπακτικό πτηνό
επιτιθέμενο σε λαγό) και δίπλα σε αυτά ανθέμια. Τα τελευταία, όπως παρατηρεί ο
Ορλάνδος, θα ήταν έξεργα στο ανώτερο σπασμένο σήμερα τμήμα τους. Στο κεντρικό
τμήμα υπήρχαν φυτικά διακοσμητικά θέματα μέσα σε τριταινιωτά ορθογώνια πλαίσια συνδεόμενα
μεταξύ τους με κόμβους. Σώζονται δύο στο ένα τεμάχιο, πλ. 0,13 μ. εσωτερικά,
και ένα στο άλλο, πλ. 0,09 μ. Κατά τον Ορλάνδο, το κεντρικό τμήμα απετελείτο
από συνολικά τέσσερα ορθογώνια, κάτι τέτοιο όμως δεν είναι δυνατόν, όπως
προκύπτει από το πλάτος του τμήματος που λείπει. Θα πρέπει δηλαδή να υπήρχε
επιπλέον και κάποιο κεντρικό θέμα, πιθανότατα φυλλοφόρος σταυρός σε κιβώριο,
όπως και στο άλλο σωζόμενο επιστύλιο. Πρέπει να σημειωθεί ότι συμμετρία ως προς
τις διαστάσεις εμφανίζεται μόνο μέχρι το ανθέμιο, γιατί, όπως φάνηκε, λόγω
λανθασμένου υπολογισμού, έχουν γίνει μεγαλύτερα τα ορθογώνια της βόρειας
πλευράς, με αποτέλεσμα να μειωθεί αρκετά το πλάτος του ορθογωνίου της νότιας,
προκειμένου το κεντρικό θέμα να μην προκύψει υπερβολικά στενό. Έτσι, αν
δεχθούμε κάποια αντιστοιχία των θεμάτων του επιστυλίου με τη θέση του κιονίσκου,
αυτή μάλλον θα πρέπει να θεωρηθεί ότι ήταν κάτω από τα ανθέμια, ώστε να
προκύψουν ισοπλατή θωράκια. Εν πάση περιπτώσει, με αυτή τη θέση για τους
κιονίσκους προκύπτει ικανοποιητικό πλάτος για την είσοδο του ιερού Βήματος
(0,73 μ.) αλλά και για τα θωράκια (0,505 μ.). Τα παραπάνω συμφωνούν με τα στοιχεία
που προκύπτουν από τη φωτογραφία του Λαμπάκη, όπου οι πεσσίσκοι είναι πιθανόν
να σώζονται in situ. Σημειώνεται ότι στο κάτω μέρος του επιστυλίου υπάρχουν
εντορμίες, που δεν έχουν σχέση με τους υποκείμενους κιονίσκους, αφού είναι σε
εντελώς ασύμμετρες θέσεις, αλλά οφείλονται στο γεγονός ότι τα μαρμάρινα μέλη
είναι σε δεύτερη χρήση, όπως υποδεικνύει και αρχαία επιγραφή την οποία
παραθέτει ο Ορλάνδος.
Όσον αφορά το δεύτερο επιστύλιο, σώζεται επίσης σε δύο κομμάτια,
που όμως συναρμόζουν. Η διακόσμηση και εδώ είναι γεωμετρικά ή φυτικά θέματα εντός
τετραγώνων πλαισίων, παρόμοιων με του κεντρικού επιστυλίου, ανά δύο
τοποθετημένα εκατέρωθεν του κεντρικού θέματος, που είναι φυλλοφόρος σταυρός
κάτω από τοξωτό πυλώνα με σχηματοποιημένους διπλούς κίονες. Η κάτω ακμή
διαμορφώνεται όμοια με του κεντρικού επιστυλίου, ενώ η πάνω ορίζεται απλώς με
την εξωτερική ταινία των τριταινιωτών πλαισίων, η οποία δημιουργεί ένα όριο και
για τα μεταξύ των ορθογωνίων μικρά κενά. Το συνολικό μήκος (1,40 μ.) καθιστά
φανερό ότι το μέλος προέρχεται από την πρόθεση, πλ. 1,36 μ.12, και όχι από το
διακονικό, που λόγω της ελαφρά παράγωνης χάραξης του ναού έχει πλάτος μικρότερο
κατά 0,14 μ. Η εκτίμηση του Ορλάνδου ότι θα μπορούσε να προέρχεται και από το
διακονικό13 οφείλεται σε εσφαλμένη αποτύπωση της κάτοψης, την οποία παρουσιάζει
απολύτως ορθογώνια. Οι κιονίσκοι στα γωνιακά διαμερίσματα είχαν διατομή απλού
επιμηκυσμένου οκταγώνου. Ο μοναδικός γνωστός πεσσίσκος φέρει διάκοσμο μόνο στη
μία όψη, από ελισσόμενους βλαστούς και καμπτόμενα φύλλα, μέσα σε πλαίσιο με
τοξωτή απόληξη προς τα κάτω. Στο ανώτερο μέρος, γνωστό από φωτογραφία, υπήρχε αδέξια
λαξευμένη κεφαλή λιονταριού κατά μέτωπον, με το λαιμό του να φαίνεται από το
πλάι. Το εν λόγω μέλος και το σήμερα σωζόμενο συναρμόζουν, με αποτέλεσμα να
είναι γνωστό το συνολικό ύψος του πεσσίσκου, ίσο με το ύψος του κεντρικού. Στην
κάτω επιφάνεια του πεσσίσκου υπάρχει εντορμία διαστ. 0,025 x 0,025 μ., που
προφανώς χρησίμευε για τη στήριξη του στο στυλοβάτη, ο οποίος δεν σώζεται. Η
στάθμη του είναι άγνωστη, δεν αποκλείεται όμως κάτω από το σημερινό δάπεδο να
σώζονται κάποια στοιχεία. Επίσης, χρήσιμη θα ήταν ενδεχομένως η αφαίρεση του
επιχρίσματος στην περιοχή στήριξης των επιστυλίων, αφού το ύψος των κιονίσκων
είναι άγνωστο. Βέβαια, η στάθμη των υφαψιδίων δημιουργεί ένα προς τα πάνω όριο,
βάσει του οποίου έχει γίνει η γραφική αποκατάσταση
Τέλος, στον τοίχο που φράσσει την είσοδο του διακονικού δεν
αποκλείεται να έχουν ενσωματωθεί μέλη από το γλυπτό διάκοσμο. Τα θωράκια δεν
σώθηκαν, βρέθηκε μόνο ένα πολύ μικρό θραύσμα πλάκας, πάχ. 0,04 μ., με
κατεργασία αντίστοιχη αυτής του τέμπλου (διακρίνονται δύο σχοινιά, ένα
κατακόρυφο και η γένεση ενός τοξωτού-, καθώς και οπή από τρυπάνι στην ένωση
τους), που θα μπορούσε να ανήκει σε θωράκιο, αλλά το μέγεθος του δεν μας επιτρέπει
να εξαγάγουμε συμπεράσματα. Επίσης, βρέθηκε θραύσμα λοξότμητου και προς τις δύο
πλευρές κοσμήτη, με πλάτος ίσο με των κεντρικών πεσσίσκων και με εντορμία στο κάτω
μέρος για τη συναρμογή θωρακίου. Δεδομένου ότι η εντορμία διακόπτεται στο άκρο
του μέλους, φαίνεται ότι αυτό εισχωρούσε στον τοίχο για λόγους ευστάθειας.
Ο διάκοσμος
Η σύνθεση του διακόσμου χαρακτηρίζεται από συνεχόμενα μοτίβα στα
κατακόρυφα στοιχεία, ενώ στα επιστύλια υπάρχει παράθεση θεμάτων, με σαφώς
διακεκριμένα όρια και με τονισμό του κεντρικού θέματος. Η θεματολογία είναι
ιδιαίτερα συνήθης κατά το 12ο αιώνα. Ο φυτικός διάκοσμος των πεσσίσκων και οι
πλοχμοί στους σταθμούς των βημοθύρων είναι συνηθέστατοι. Ως ανάλογα
παραδείγματα μπορούν να αναφερθούν δύο πεσσίσκοι εντοιχισμένοι στον Άγιο
Νικόλαο Μεσσαριάς Άνδρου, καθώς και πεσσίσκοι από τον Όσιο Μελέτιο και την Αγία
Σοφία Αχρίδος. Το θέμα των καρδιόσχημιον ανθεμίων σε σταυροειδή διάταξη απαντά επίσης
στη Σαμαρίνα και τον Όσιο Λουκά. Η απόδοση των ζωδίων είναι παραπλήσια με της
Σαμαρίνας, όπου εμφανίζεται μια εντονότατη ομοιότητα του λαγού με τον
αντίστοιχο της Άμφισσας, παρότι στην Άμφισσα δεν παρατηρείται γενικά η ίδια καλλιγραφική
μανιέρα. Ιδίως το θέμα του φυλλοφόρου σταυρού, ως συμβολισμού του Παραδείσου,
είναι σύνηθες και μάλιστα στο κέντρο υπέρθυρων ή επιστυλίων, αλλά και σε κατακόρυφα
στοιχεία εκατέρωθεν της εισόδου, σε συνδυασμό ενίοτε με συμβολικές
συντομογραφίες. Το ανάγλυφο καταλαμβάνει όλο το χώρο χωρίς να αφήνει κενό στο
βάθος παρά μόνο περιορισμένο σε λίγα ση σημεία. Μάλιστα, ο φόβος του κενού
εκδηλώνεται ιδιαίτερα πάνω από τα ζώδια, όπου τοποθετούνται φυτικά κοσμήματα. Η
τάση αυτή χαρακτηρίζει τη γλυπτική του 12ου αιώνα, συνήθως ακόμα πιο
εξελιγμένη, και συνδυάζεται, όπως και στη συγκεκριμένη περίπτωση, με την
πλαστική απόδοση της φυτικής θεματολογίας (αναπτύσσεται κατ' εξοχήν η χρήση της
μορφής της άκανθας και των πολλαπλών ελισσόμενων βλαστών, καθώς και των καρδιόσχημων
διατάξεων ανθεμίων). Το θέμα του πλοχμού είναι επίσης σε χρήση, ιδίως σε δευτερεύουσες
επιφάνειες. Την ίδια εποχή εμφανίζονται σε ευρεία κλίμακα και τα διπλεπίπεδα
ανάγλυφα, που φέρουν έξεργα κάποια κυρίαρχα συνθετικά στοιχεία, όπως ανθέμια, ζώδια,
κιβώρια, κομβία. Παρόμοια στοιχεία συνηθίζονται (Όσιος Μελέτιος, επιστύλιο από
την Κόρινθο) και αποτελούν εκφυλισμένη ανάμνηση των εναλλάξ ανθεμίων και
επίπεδων θεμάτων (Δρύαλος Μάνης), που προέκυψαν κατά τη Λ. Μπούρα από τους
γεισίποδες παλαιότερων χρόνων. Η περίπτωση της Άμφισσας εντάσσεται σε αυτό το
πλαίσιο, δεν θα μπορούσαμε όμως να τη
συμπεριλάβουμε μεταξύ των κατ' εξοχήν παραδειγμάτων της διπλεπίπεδης τεχνικής,
αφού το μόνο έξεργο στοιχείο είναι ουσιαστικά τα ανθέμια του κεντρικού επιστυλίου.
Δυστυχώς δεν σώζεται το κεντρικό διάχωρο, όπου ενδεχομένως θα ήταν αναμενόμενο
ένα έξεργο στοιχείο (σταυρός κάτω από κιβώριο). Γενικά, το ανάγλυφο είναι
χαμηλό, αποδίδεται όμως πλαστικά στους ελισσόμενους βλαστούς και στα φύλλα της
άκανθας. Ενδιαφέρον παρουσιάζει η χρήση του τρυπανιού αφ' ενός σε
χαρακτηριστικά σημεία, όπως στα μάτια των πτηνών και του λαγού ή εν είδει
οφθαλμού στις έλικες των βλαστών, που εξαρχής σημαδεύονται ως υποβοηθητικά της
χάραξης του θέματος, προσδίδοντας ταυτόχρονα αισθητική ποιότητα και ζωντάνια
στο τελικό αποτέλεσμα, και αφ' ετέρου με διακοσμητική διάθεση στα σώματα των
ζωδίων, όπου είναι λιγότερο βαθιά και έντονη. Η εκφραστικότητα των ζώων
τονίζεται παράλληλα με ελαφρά κυκλικά χαράγματα γύρω από τα μάτια. Το σχέδιο είναι
πλούσιο, μολονότι σχετικά αδέξιο. Σημειώνεται η ανάστροφη τοποθέτηση του
ακραίου ανθεμίου στο επιστύλιο της πρόθεσης, καθώς και η αδυναμία συμμετρίας
λόγω κακού υπολογισμού, κάτι που παρατηρείται και στην περίπτωση του Αγίου
Νικολάου Καλλονής στον Πάρνωνα, με τη γλυπτική του οποίου διαπιστώνονται πολύ
μεγάλες ομοιότητες, τόσο θεματικές όσο και τεχνοτροπικές. Και στα δύο μνημεία η
τεχνική δεν παραπέμπει τόσο στην κλασικίζουσα εκτέλεση και την κρυσταλλική υφή
που η Λ. Μπούρα διαπιστώνει σε επιστύλιο από τον Ταξιάρχη Μεσαριάς της Άνδρου,
αλλά είναι λιγότερο επιδέξια, πράγμα που μπορεί να αποδοθεί στον επαρχιακό
χαρακτήρα των έργων. Χαρακτηριστική είναι η ομοιότητα των πεσσίσκων, που φέρουν
και εδώ πολλαπλούς κιονίσκους, συμφυείς τους σταθμούς της θύρας, αλλά κυρίως τη
σπανιότατη μορφή της απόληξης σε ράβδο που κρατείται από χέρι. Τα άλλα παρόμοια
γνωστά παραδείγματα σταθμών βημοθύρου εντοπίζονται σε περιορισμένη γεωγραφική
εμβέλεια, και συγκεκριμένα στον Όσιο Πατάπιο στην Κορινθία, στο Μουσείο της
Τράπεζας στον Όσιο Λουκά, στο τέμπλο του Αγίου Δημητρίου στο Αυλωνάρι Ευβοίας
και στη μονή Σαγματά, όπου δεν υπάρχει χέρι αλλά κεφαλή λέοντος. Η ομοιότητα
μεταξύ τους δεν περιορίζεται στη συγκεκριμένη απόληξη, αλλά αφορά και
γενικότερα θεματολογικά και τεχνοτροπικά χαρακτηριστικά, που προσιδιάζουν στο
12ο αιώνα. Για το συμβολικό νόημα της μορφής η Α. Καββαδία ανατρέχει σε χωρίον
της Αλεξιάδος, ενώ η C. Vanderheyde τη συσχετίζει με λαβή σπαθιού σε θήκη, η
οποία έχει αποτροπαϊκό χαρακτήρα. Πρέπει να σημειωθεί ότι το χέρι έχει αποδοθεί
σε αφύσικη στάση, καθώς ο καλλιτέχνης δεν ενδιαφέρεται για τη φυσιοκρατική
απόδοση, αλλά για την απεικόνιση και των δύο όψεων. Το κουκουνάρι και ο βότρυς,
που χρησιμοποιείται ως απόληξη του κατακόρυφου στελέχους, συμβολικά σχετίζονται
με την ευφορία και το δένδρο της ζωής. Η θεματολογία του ζωόμορφου διακόσμου
περιλαμβάνει τα πολύ συνήθη μοτίβα των πτηνών, που πίνουν από περιρραντήριο το
«ύδωρ της ζωής», και της αρπαγής μικρού τετραπόδου. Το πρώτο θέμα συνήθως
συνδυάζεται με παγώνια, ως σύμβολα παραδείσιας αθανασίας· εξάλλου, ως παγώνια
χαρακτηρίζει όλα τα απεικονιζόμενα πτηνά και ο Ορλάνδος. Ωστόσο, για προφανείς λόγους,
το αρπακτικό δεν είναι παγώνι, όπως υποδηλώνει και το γαμψό ράμφος του.
Χαρακτηριστική είναι η ομοιότητα με αετό από θωράκιο του 12ου αιώνα στο Μουσείο
Θηβών. Αλλά και τα άλλα πτηνά δεν διαφοροποιούνται μορφολογικά και δεν φέρουν
χαρακτηριστικά που συνήθως αποδίδονται σε παγώνια (λοφίο, πλούσια ουρά, μακρύ
λαιμό). Ως εκ τούτου συμπεραίνεται ότι ο καλλιτέχνης είτε δεν μπορούσε να αποδώσει
τη διαφορά είτε δεν γνώριζε τη συμβολική σημασία του θέματος, που θα πρέπει να
είχε ατονήσει στα μεσοβυζαντινά χρόνια. Ο καλλιτέχνης προσπαθεί να επιτύχει σε
κάποιο βαθμό φυσιοκρατική απόδοση, ωστόσο η αφέλεια και η αδεξιότητα του
σχεδίου οδηγούν σε αμήχανες λύσεις (θέση ποδιών). Εξάλλου, είναι γνωστή η προέλευση
τέτοιων μορφών από διακοσμητικά πρότυπα, με την οποία σχετίζεται και το
σχηματοποιημένο πτέρωμα των πτηνών. Στην αντίστοιχη περίπτωση υπερθύρου από τον
εξωνάρθηκα του Οσίου Λουκά η Λ. Μπούρα διαπιστώνει την εκλεκτική επιλογή
θεμάτων διαφορετικών εποχών, που αποδίδονται και με τις αντίστοιχες τεχνικές.
Μια τέτοια άνιση, θα λέγαμε, αντιμετώπιση βρίσκει εφαρμογή και στην περίπτωση
της Άμφισσας.
Συνοψίζοντας παρατηρούμε τα εξής: Το τέμπλο του ναού της Άμφισσας
εντάσσεται σαφώς στην τέχνη του 12ου αιώνος, όπως αυτή εκφράζεται στον ελλαδικό
χώρο. Εμφανίζει πλούτο θεμάτων και ποικιλία μορφών με αισθητική αρτιότητα,
χωρίς να διακρίνεται μεταξύ των συγχρόνων του από πλευράς καλλιτεχνικής
ποιότητας. Καθίσταται όμως ιδιαίτερα σημαντικό, λόγω της διάσωσης του και της
δυνατότητας αναστήλωσης του, που θα αντικαθιστούσε το νεωτερικό ξύλινο τέμπλο,
το οποίο δημιουργεί αισθητική δυσαρμονία με το μνημείο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου