Εργογραφία
Ι.Πεζογραφία
• Τα τετράδια του Πάυλου Φωτεινού. Θεσσαλονίκη, τυπ. Ανατολή, 1930.
• Εσωτερική συμφωνία. Θεσσαλονίκη, 1932.
• Εύα. Θεσσαλονίκη, 1934.
• Στο φως του λευκού αγγέλου. Αθήνα, Κασταλία, 1936.
• Κύκλος. Αθήνα, Αετός, 1944.
• Άνθρωποι του μύθου• Τετράδια από τον πόλεμο της Αλβανίας• Σχέδια Α.Αστεριάδη. Αθήνα, Μ.Σαλίβερος, 1946.
• Οδυσσέας χωρίς Ιθάκη. Αθήνα, Δίφρος, 1957.
• Εσύ, ο κύριος Χ κι ένας μικρός πρίγκηπας • Μυθιστόρημα. Αθήνα, 1960. • Δον Κιχώτης. Αθήνα, Φέξης, 1962.
• Ο δικτάτορας, Μυθιστόρημα. Αθήνα, Οι εκδόσεις των φίλων, 1964.
• Οδυσσέας. Αθήνα, Οδυσσέας, 1974.
• Ο Δον Κιχώτης στον παράδεισο•Μυθιστόρημα. Αθήνα, Δίφρος, 1975.
• Ο άνθρωπος και ο πόλεμος χωρίς μύθο. Αθήνα, δίφρος, 1977.
• Μέρες μέσα στο σκοτάδι (Σημειώσεις του Πέτρου Καλόφωνου). Αθήνα, Φιλιππότης, 1981.
• Εσωτερική βιογραφία. Αθήνα, Φιλιππότης, 1983.
ΙΙ.Μελέτες
• Το σύγχρονο μυθιστόρημα• Δοκίμιο. Αθήνα, Ίκαρος, 1955.
• Le Roman Neohellenique. 1953.
Για περισσότερα βιογραφικά στοιχεία του Στέλιου Ξεφλούδα βλ. Μπερλής Άρης, «Στέλιος Ξεφλούδας», Η μεσοπολεμική πεζογραφία • Από τον πρώτο ως τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο (1914-1939)Στ΄, σ.268-315. Αθήνα, Σοκόλης, 1993, και Σταμέλος Δημήτρης, «Ξεφλούδας Στέλιος», Μεγάλη Εγκυκλοπαίδεια της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας10. Αθήνα, Χάρη Πάτση, χ.χ.
Η σύγχρονη ελληνική πεζογραφία στο παγκόσμιο χωριό
Δεν υπάρχει ζωντανή λογοτεχνία η οποία να μη βρίσκεται σε σχέση συνεχούς συνομιλίας και ανταλλαγής με τις τάσεις και τα ρεύματα τα οποία έρχονται να εγγραφούν στο πεδίο της από το εξωτερικό. Πρόκειται για μια συνθήκη που ισχύει από παλαιοτάτων χρόνων, όντας ευνόητο το ότι αποκτά επιτακτικότερο ρόλο στην εποχή της παγκοσμιοποίησης. Η σύγχρονη ελληνική πεζογραφία, που ξεκινάει από το 1974 και φτάνει μέχρι τις μέρες μας, δεν έχει μείνει μακριά από τις εξελίξεις οι οποίες παρουσιάστηκαν στο δυτικό ημισφαίριο κατά τη διάρκεια του ίδιου διαστήματος - και φιλοτεχνεί ήδη την ταυτότητά της επί τη βάσει των αυξημένων αναγκών της για μια πολυποίκιλη εξωστρέφεια. Μιλώντας, βεβαίως, για τις επιδράσεις τις οποίες δέχονται οι Ελληνες συγγραφείς από όσα παρατηρούνται στο διεθνές περιβάλλον, θα πρέπει να είμαστε προσεκτικοί τόσο ως προς το μέγεθος όσο και ως προς το βάθος των επαφών που προϋποθέτει η οποιαδήποτε ώσμωση: τίποτε δεν είναι αυτονόητο και σε άφθονες ποσότητες δοσμένο σε μια τέτοια διαδικασία και, το κυριότερο, κανένα δεδομένο ή στοιχείο δεν κινείται σε ευθεία και αδιατάρακτη γραμμή - γραμμή την οποία να μπορούμε να ξεχωρίσουμε διά γυμνού οφθαλμού, καταγράφοντας λογιστικά τις βασικές της συνιστώσες. Τα πάντα, αντιθέτως, μοιάζουν ιδιαίτερα περίπλοκα και διαμεσολαβημένα ενόσω συγγραφείς και κείμενα διαγράφουν συχνά εντελώς αφανείς τροχιές, επικοινωνώντας μόνον υπογείως με τις πηγές τους. Κατά συνέπεια, η όποια περιήγηση στο τοπίο του διαλόγου τον οποίο έχει ανοίξει η ελληνική πεζογραφική παραγωγή με τα συμβαίνοντα εκτός συνόρων δεν μπορεί παρά να γίνει με περίσκεψη και χωρίς εύκολες και βιαστικές αναγωγές πρόθυμες να επινοήσουν απαντήσεις για τα πάντα.Η ανάδυση του μοντερνισμού
Η πλέον ορατή συναναστροφή των Ελλήνων συγγραφέων με τις αναζητήσεις οι οποίες προκύπτουν σε διεθνές επίπεδο είναι η συναναστροφή με το διάσημο δίδυμο του μοντερνισμού και του μεταμοντερνισμού. Βεβαίως, οι πόρτες της Ελλάδας για τον μοντερνισμό έχουν ανοίξει διάπλατα ήδη από το τέλος του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, οπότε και αποκτούν σχεδόν καθολικό χαρακτήρα μεταξύ των αντιπροσώπων της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς οι κάπως μοναχικές ανησυχίες των παλαιοτέρων (αρχίζοντας από τη Μέλπω Αξιώτη, τον Γιώργο Δέλιο, τον Στέλιο Ξεφλούδα και τον Νίκο Γαβριήλ Πεντζίκη και πηγαίνοντας μέχρι τον Γιάννη Σκαρίμπα και τον Γιάννη Μπεράτη). Η ανάμειξη του προφορικού λόγου με το γραπτό κείμενο, η χαλάρωση ή και η υπόσκαψη της πλοκής, η συνειρμική εκδοχή των παραστάσεων και, με άλλα λόγια, ο εσωτερικός μονόλογος ή η ροή της συνείδησης, όλα κεντρικά χαρακτηριστικά της μοντερνιστικής θέασης και αναπαράστασης του κόσμου, τείνουν, από τις αρχές της δεκαετίας του 1950 και μετά, όχι μόνο να πυκνώσουν και να πολλαπλασιαστούν, αλλά και να μετατραπούν σε επιβλητικό κανόνα - κανόνα τον οποίο παρακολουθούν και εφαρμόζουν μετά πάσης προσοχής τόσο οι πρώτοι όσο και οι δεύτεροι μεταπολεμικοί πεζογράφοι: από τον Αλέξανδρο Κοτζιά, τον Νίκο Κάσδαγλη, τον Ρένο Αποστολίδη, τον Αλέξανδρο Σχινά, τον Αρη Αλεξάνδρου, τον Ε. Χ. Γονατά, τον Τάκη Κουφόπουλο, τον Δημήτρη Χατζή, τον Νίκο Μπακόλα, τον Σπύρο Πλασκοβίτη και τον Αντρέα Φραγκιά μέχρι τον Γιώργο Χειμωνά, τον Θανάση Βαλτινό, τον Γιώργο Ιωάννου, τη Μιμίκα Κρανάκη, τον Πέτρο Αμπατζόγλου, τον Τόλη Καζαντζή, τον Στρατή Χαβιαρά, τον Τηλέμαχο Αλαβέρα, την Τατιάνα Γκρίτση-Μιλλιέξ, τον Νίκο Καχτίτση, τον Χριστόφορο Μηλιώνη, την Κωστούλα Μητροπούλου και τον Η. Χ. Παπαδημητρακόπουλο. Με παρακαταθήκες σαν κι αυτές είναι ευνόητο να ασκήσει ο μοντερνισμός την ίδια ή και μεγαλύτερη επίδραση στις γενιές οι οποίες θα εμφανιστούν στο λογοτεχνικό προσκήνιο μετά το 1974. Ο Γιώργης Γιατρομανωλάκης, η Μάρω Δούκα, ο Δημήτρης Νόλλας και ο Αλέξης Πανσέληνος, για να κρατήσω τη σειρά και να αρχίσω από τους πρώτους μεταπολιτευτικούς συγγραφείς, συνταιριάζουν τη διαπλοκή αντικειμενικής και υποκειμενικής αλήθειας με την ειρωνική προσφυγή σε διάφορα αφηγηματικά είδη ή την εναλλαγή φανταστικού και πραγματικού, συνεχίζοντας απαρεγκλίτως τη μεταπολεμική μοντερνιστική παράδοση (ας κρατήσουμε σε αυτή την κατεύθυνση και τον Φίλιππο Δρακονταειδή ή τον Παύλο Μάτεσι).
Στις δεκαετίες του 1980 και του 1990, όπως και στα πρώτα χρόνια του καινούριου αιώνα, οι δεσμοί της ελληνικής πεζογραφίας με τους μοντερνιστικούς πειραματισμούς του εξωτερικού θα θεμελιωθούν σε ακόμη πιο γερές βάσεις. Στις εμφανίσεις, εντούτοις, αυτών των δεκαετιών (καθώς και λίγο νωρίτερα ή λίγο αργότερα) είμαστε σε θέση να εντοπίσουμε δύο κινήσεις: μια πιο περιορισμένη, που καθώς περνά ο καιρός, δεν προσλαμβάνει σημαντικές διαστάσεις, και στέκει μάλλον χωρίς μιμητές και επιγόνους, και μιαν ευρύτερη, που διαμορφώνει ένα εμφανές και απολύτως επίκαιρο μέχρι και σήμερα ρεύμα. Στην πρώτη κίνηση ο μοντερνισμός δεν έχει πάψει να διατηρεί τα πρωτεία, αποτελώντας όχι μέσον για την ανάπλαση και την ανακατασκευή της πραγματικότητας, αλλά πραγματικότητα καθεαυτήν. Στη δεύτερη κίνηση βλέπουμε πεζογράφους οι οποίοι τείνουν να οδεύσουν, στο πλαίσιο των αναλόγων διεθνών προδιαγραφών, προς ένα είδος όξυνσης των μοντερνιστικών τεχνικών, εγκαινιάζοντας τις διαδικασίες για τη δεξίωση και την εγκατάσταση του μεταμοντερνισμού. Οι πεζογράφοι της πρώτης κίνησης (Δημήτρης Δημητριάδης, Αλεξάνδρα Δεληγιώργη, Μαρία Μήτσορα, Μαργαρίτα Καραπάνου, Γιάννης Κιουρτσάκης, Νίκος Χουλιαράς, Νάσος Θεοφίλου, Μαρία Ευσταθιάδη, Τάσος Γουδέλης, Γιώργος Αριστηνός, Αλέξανδρος Ισαρης, Αρης Μαραγκόπουλος, Νίκη Αναστασέα, Μιχάλης Μήτρας, Ανδρέας Μήτσου - ακόμη και ο Γιάννης Πατσώνης ή ο Γιάννης Πάνου, με την εξαιρετικά ολιγόλογη συμμετοχή τους) παραμένουν στο εσωτερικό του εργαστηρίου τους, είτε παρατηρώντας ξανά και ξανά τις λεπτομέρειες στην ύφανση της τέχνης τους είτε αφήνοντας εντελώς ελεύθερη την υποκειμενικότητά τους, σε μιαν ασυνεχή πορεία εκδίπλωσης, μέσω της οποίας προβάλλονται αποσπασματικά και παραμορφωμένα όλες οι εικόνες του εξωτερικού χώρου. Κυρίαρχες παράμετροι εν προκειμένω είναι ο προνομιακός ρόλος του δοκιμίου, η απροσχημάτιστη παρουσία των εξωλογοτεχνικών πηγών, όπως και τα πολλαπλά χρονικά επίπεδα της αφήγησης, τα οποία συμπλέκονται και συγχέονται από σκοπού. Εμφανής, θα έλεγα, η επιρροή του γαλλικού Νέου Μυθιστορήματος, καθώς και οι ακατάβλητοι προβληματισμοί του γύρω από τη γραφή, όπως τους έχουμε δει να παίρνουν σάρκα και οστά στα έργα της Ναταλί Σαρότ, του Κλοντ Σιμόν και του Αλέν - Ρομπ Γκριγιέ.
Η πορεία προς τον μεταμοντερνισμό
Βρισκόμαστε, ωστόσο, στα ιστορικά όρια του μοντερνισμού και η μετάβαση προς την περιοχή του μεταμοντέρνου μοιάζει αναπόφευκτη. Ο μεταμοντερνισμός συνιστά, σύμφωνα με θεωρητικούς του, όπως ο Ζ. Φρ. Λιοτάρ ή ο Φρ. Τζέιμσον, απόρριψη του ελιτισμού και της δραματικής αίσθησης που τρέφουν για τα πράγματα οι μοντερνιστές, αλλά και στροφή προς την υπαρξιακή απροσδιοριστία, το κενό της γλώσσας και τον έντονο αυτοσαρκασμό. Σημαίνει, επίσης, ανέμελο χορό των μορφών, συμφυρμό, αποκέντρωση, φαντασιώσεις καταστροφής, όπως και καθιέρωση της λογικής των προσομοιώσεων και των ομοιωμάτων. Μεταμοντερνισμός, όμως, σημαίνει εκ παραλλήλου -θα ήταν δύσκολο να το αρνηθούμε- και ένα είδος επιστροφής στον μοντερνισμό, που έχει ως αποτέλεσμα μια βαθύτερη εμπλοκή μαζί του. Τα ερωτήματα έρχονται αναπόφευκτα στον νου. Δεν αποτελούν, μήπως, η απροσδιοριστία, η αυτοπαρώδηση, τα γλωσσικά κενά και οι συμφυρμοί πρόδηλα χαρακτηριστικά ή σήματα και του μοντερνισμού; Ενας άλλος θεωρητικός του μεταμοντερνισμού, ο Αντ. Γκίντενς, αρνείται να διακρίνει ανάμεσα σε μοντερνισμό και μεταμοντερνισμό και προτιμά να κάνει λόγο για τον μεταμοντερνισμό ως ριζοσπαστικοποιημένη φάση της νεωτερικότητας. Κάπως έτσι θα πρέπει να δούμε και από τη μεριά μας, γυρίζοντας στα πάτρια εδάφη, την ελληνική πεζογραφία των τελευταίων ετών, σημειώνοντας ότι κατά την ανάπτυξή της ορισμένα δεδομένα του μοντερνισμού μπορεί να οξύνονται και κάποια άλλα να υποχωρούν και να απομακρύνονται.
Η όξυνση έχει πάρει μέχρι στιγμής πλήθος μορφές: ξήλωμα της λογοτεχνίας από το βάθρο της αισθητικής και της ηθικής (Ευγένιος Αρανίτσης), αίρεση της αλήθειας και της αληθοφάνειας (Μισέλ Φάις, Ερση Σωτηροπούλου), εντατική (πέρα από την απλή πρόσμειξη) σύμπηξη και σύντηξη των λογοτεχνικών ειδών, αλλά και εκτεταμένη διακειμενικότητα ή αυτοαναφορικότητα (Αχιλλέας Κυριακίδης, Δημήτρης Καλοκύρης, Νάσος Βαγενάς, Γιάννης Ευσταθιάδης, Κώστας Ακρίβος, Γιώργος Ξενάριος, Αμάντα Μιχαλοπούλου, Σοφία Νικολαΐδου, Ελένη Γιαννακάκη, Κώστας Βούλγαρης, Βασιλική Κάππα, Χρήστος Χρυσόπουλος, Δημήτρης Σωτάκης), συνδυασμός στοιχείων της προφορικής παράδοσης με προωθημένα αφηγηματικά σχήματα (Κλαίρη Μιτσοτάκη), καθώς και παράδοση των ηρώων στη ματαιότητα και τον χλευασμό (Ανδρέας Στάικος). Οδεύοντας προς την άλλη όχθη, την όχθη της απομάκρυνσης του μεταμοντερνισμού από τις μοντερνιστικές τεχνικές, θα πρέπει να πω πως στα ελληνικά δεδομένα μια τέτοια απομάκρυνση σπανίως καταλήγει στις ύποπτες ποιότητες του διαβόητου anything goes (δεν μιλώ, φυσικά, για την πληθώρα των μυθιστορηματικών παραπροϊόντων), προσθέτοντας ότι όχι μόνο δεν αγνοεί τον μοντερνισμό, αλλά και τον προϋποθέτει ως απώτερο και αναφαίρετο βάθος της, αφού περνά είτε μέσα από τον μαγικό ρεαλισμό (Ζυράννα Ζατέλη, Θεόδωρος Γρηγοριάδης) είτε μέσα από ένα συνεχές (αν και ποτέ προτεταμένο ή επιδειξιομανές) παιχνίδι με τα λογοτεχνικά είδη: το εξωτικό παραμύθι και την εξωτική περιπέτεια (Φαίδων Ταμβακάκης, Αλέξης Σταμάτης), το νουάρ και τη λογοτεχνία των μαθηματικών (Απόστολος Δοξιάδης), το υπαρξιακό θρίλερ (Βαγγέλης Χατζηγιαννίδης), τις μελλοντολογικές φόρμουλες, τους βίους αγίων και το επιστολικό μυθιστόρημα (Νίκος Παναγιωτόπουλος), την επιστημονική, την αρχαιολογική και την ψηφιακή φαντασία (Γιώργος Ζαρκαδάκης, Δημοσθένης Κούρτοβικ, Κώστας Κατσουλάρης), αλλά και τη λογοτεχνία της αλληγορίας και του φανταστικού (Αριστείδης Αντονάς, Λίνα Κονομάρα, Χρήστος Αλεξίου). Οι εσωτερικοί δεσμοί των κειμένων αυτής της κατηγορίας έχουν σε κάθε περίπτωση έναν αποσπαστασιοποιημένο και ειρωνικό χαρακτήρα, ακόμη κι αν δεν φτάνουν, όπως συμβαίνει με τους πεζογράφους της μοντερνιστικής όξυνσης, σε έκτυπες αντιπαραθέσεις και αλληλοδιαπλοκές.
Από το ιστορικό μυθιστόρημα στην ιστορική μεταμυθοπλασία
Ο διάλογος των σύγχρονων Ελλήνων πεζογράφων με τους διεθνείς προσανατολισμούς της λογοτεχνίας γίνεται και μέσω δύο παραδοσιακών μυθιστορηματικών ειδών, τα οποία γνωρίζουν τώρα εκτεταμένη ανανέωση ή και ριζική αναθεώρηση. Μιλώ για το ιστορικό και το αστυνομικό μυθιστόρημα. Εγκαταλείποντας τον παραδεδομένο εθνοκεντρικό προβληματισμό του, το ιστορικό μυθιστόρημα πορεύεται, από τα μέσα περίπου της δεκαετίας του 1990 και μετά, αναζητώντας τον πολιτικό και τον φυλετικό Αλλο: η ανάδειξη της άλλης, της μη οικείας, της μέχρι πρόσφατα αλλότριας και επίφοβης αλήθειας των ιστορικών αντιπάλων της φυλής και του έθνους έρχεται πλέον ορμητικά στην επιφάνεια, αποδεσμεύοντας μια δυναμική προωθημένης κατανόησης και αποδοχής (Ρέα Γαλανάκη, Μάρω Δούκα, Νίκος Θέμελης, Σώτη Τριανταφύλλου και Διαμαντής Αξιώτης).
Στη μάχη της διεύρυνσης των δυνατοτήτων του ιστορικού μυθιστορήματος παίρνει μέρος και μια άλλη ομάδα συγγραφέων, η οποία υιοθετεί την πρακτική που έχει πάρει διεθνώς το όνομα της ιστορικής μεταμυθοπλασίας. Μακριά από ένα συγκροτημένο σύστημα μύθου ή πλοκής και απασχολημένος είτε με τον σχολιασμό ιστοριογραφικών κειμένων είτε με την ανάλυση του τρόπου σύνδεσης της δικής του αφήγησης μαζί τους, ο πεζογράφος μπαίνει εδώ στον ρόλο του μεταμοντέρνου αμφισβητία, ο οποίος θέτει εντός εισαγωγικών τα πάντα: την αξιοπιστία της ιστορικής επιστήμης, την εγκυρότητα της μυθοπλαστικής σύνθεσης, όπως και την προοπτική της περάτωσης ή της ολοκλήρωσης. Ο επίμονος επιμερισμός, η εσκεμμένη διόγκωση της λεπτομέρειας, όπως και το μονίμως λοξό βλέμμα στην εποχή της αναφοράς τους, συνιστούν τα πάγια γνωρίσματα των εκπροσώπων της ιστορικής μεταμυθοπλασίας (Τάκης Θεοδωρόπουλος, Θωμάς Σκάσσης, Ελενα Χουζούρη), που κατά τα άλλα διαφέρουν εμφανώς μεταξύ τους.
Η κοινωνιολογία του αστυνομικού μυθιστορήματος
Η ανανέωση του αστυνομικού μυθιστορήματος πραγματοποιείται με διαφορετικούς πλην όχι λιγότερο ρηξικέλευθους όρους. Κατά τη διάρκεια της τελευταίας δεκαπενταετίας αυξάνει εντυπωσιακά σε παγκόσμια κλίμακα (από τη Γαλλία του Πατρίκ Μανσέτ μέχρι το Μεξικό του Ισπανού Πάκο Ιγνάσιο Τάιμπο) ο αριθμός των αστυνομικών μυθιστοριογράφων οι οποίοι καταφεύγουν στην ίντριγκα και το μυστήριο, με σκοπό όχι να διηγηθούν μιαν ιστορία με δύσκολα αινίγματα, αλλά να θίξουν διά μέσου της αναπαραγωγής του κόσμου του εγκλήματος καυτά κοινωνικά φαινόμενα, όπως η οικονομική και πολιτική διαφθορά, η τρομοκρατία, η ταξική ανισότητα και η μετανάστευση. Εκείνο το οποίο προκύπτει από αυτή την άποψη στα καθ’ ημάς είναι μια διπλή μεταβολή: η ποσοτική έξαρση του αστυνομικού μυθιστορήματος, το οποίο μόλις στις μέρες μας καταφέρνει να αποκτήσει στην Ελλάδα σάρκα και οστά (προμεταπολιτευτικά υπάρχει μια μάλλον ισχνή, αν και κάθε άλλο παρά αδιάφορη παρουσία, βασισμένη πρωτίστως στις περιπτώσεις του Γιάννη Μαρή και της Αθηνάς Κακούρη), αλλά και η ποιοτική του μεταμόρφωση, με την έννοια του σχηματισμού μιας άγρυπνης πολιτικο-κοινωνικής συνείδησης (Πέτρος Μάρκαρης, Ανδρέας Αποστολίδης, Φίλιππος Φιλίππου, Νένη Ευθυμιάδη, Σέργιος Γκάκας), η οποία στοχάζεται πάνω σε ορισμένες από τις πλέον περίπλοκες και σκοτεινές όψεις της κοινωνίας που μας περιβάλλει καθημερινά.
Το αστυνομικό μυθιστόρημα, πάντως, στη σύγχρονη Ελλάδα διαθέτει και άλλες παραμέτρους: μπορεί να τηρεί την αγγλοσαξονική, αλλά και τη γαλλική παράδοση μυστηρίου (Αύγουστος Κορτώ, Μαρλένα Πολιτοπούλου, Αργύρης Παυλιώτης), να συνδυάζεται με το ιταλικό νουάρ (Δημήτρης Μαμαλούκας), να πιάνει συνομιλίες με το campus novel και το ιστορικό μυθιστόρημα (Πέτρος Μαρτινίδης, Παναγιώτης Αγαπητός), καθώς και να συνδιαλέγεται με τη μαθηματική λογοτεχνία (Τεύκρος Μιχαηλίδης) ή με τη λογοτεχνία του φανταστικού (Τάσος Ρούσσος, Νίκος Βλαντής, Νίκος Παπανδρέου).
Το σύνολο των επιρροών της ελληνικής λογοτεχνίας είναι, ασφαλώς, πολύ μεγαλύτερο από τις διαδρομές που επιχείρησα. Τα υλικά, όμως, από αυτό το σημείο και πέρα είναι, παρά την έκταση και την πολυχρωμία τους, λιγότερο ή περισσότερο εξατομικευμένα. Υπό αυτή την έννοια, στη χαρτογράφησή μου δεν στάθηκε δυνατό παρά να περιοριστώ σε ομαδικά παραδείγματα - παραδείγματα που προδίδουν το κλίμα (το στιλ και το ύφος) μιας εποχής. Για τα υπόλοιπα, θα χρειαστεί να επανέλθω (και πάλι όχι εξαντλητικά) με την κατάλληλη ευκαιρία.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου