Ο Δημήτρης Γκιούλος γεννήθηκε στην Άμφισσα το 1984. Είναι φοιτητής στο Μαθηματικό Πατρών, ενώ ασχολείται και με τη φωτογραφία. Πρόσφατα εξέδωσε το δεύτερο βιβλίο του 12 καρέ από τις εκδόσεις Χαραμάδα, ενώ μια συλλογή διηγημάτων του με τίτλο: Δι άρλεκιν πάροντι και άλλες καταστάσεις κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Χαραμάδα.
«Πάντα έγραφα, ως μέσο αποσυμπίεσης αλλά και ως μέσο μιας λιγότερο ‘άμεσης’ αλλά πιο μεστής και φιλτραρισμένης έκφρασης και σχόλιου για αυτά που συνέβαιναν γύρω μου, αλλά και μέσα μου. Ο Δεκέμβρης του 08' και το ‘αποτύπωμα’ που άφησε, έκανε αυτή την ανάγκη οργανική. Τα κείμενα είναι μια συλλογή σκέψεων από το Δεκέμβρη του 08' μέχρι τον Οκτώβρη του 2010. Οι ήρωες-καρικατούρες , ψάχνουν να βρουν μια λύση στο αδιέξοδο της ύπαρξης τους, είναι πρωταγωνιστές των ιστοριών, αλλά όχι των ζωών τους, οι οποίες έχουν κλαπεί.
Σήμερα τα πράγματα είναι χειρότερα από τον Οκτώβρη του 2010 που τελείωσε το βιβλίο, και η ανάγκη μου να γράφω παραμένει η ίδια και μεγαλύτερη. Έζησα και ζω τις πλατείες από μέσα για αυτό αφήνω την κριτική σε αυτούς που είναι έξω από τον χορό. Όταν ζεις κάτι δε μπορείς παράλληλα να γράφεις και για αυτό. Πάντως είδα μάτια να λάμπουν και γροθιές να σφίγγουν, και είμαι από τη φύση μου ονειροπόλος, οπότε θα μου επιτρέψετε όσο κι αν γκρινιάζω να βλέπω το ποτήρι μισογεμάτο.
Τέλος λέω να κλείσω όπως στο οπισθόφυλλο του βιβλίου. Επειδή εκεί έξω υπάρχουν πολλοί που θέλουν το ‘καλό’ μας, σκεφτείτε προσεκτικά σε ποιους θα το εμπιστευτείτε. Τα λέμε σε κάποιο δρόμο, σε κάποια γειτονιά».
Δεκέμβρης
του Δημήτρη Γκιούλου
«Πήρα σήμερα το σημειωματάριο, το μικρό, αυτό που σημειώνω ιδέες όταν το ‘χω μπροστά μου, και πριν τις πάρει για πάντα μακριά το πρόωρο alzheimer’s (έτσι ονομάζω τη μόνιμη τρικυμία στη θάλασσα του μυαλού μου), και σαν άλλος Doctor Frankenstein θα προσπαθήσω με αυτά τα κομμάτια να φτιάξω ένα “τέρας”. Το αν θα έχει λογοτεχνική ψυχή δε το εγγυώμαι, το μόνο που μπορώ να διαβεβαιώσω είναι πως θα βρωμάει αλκοόλ και θάνατο.
«H βαρβαρότητα θα ανακοινωθεί ψιθυριστά, την ώρα που εμείς θα ουρλιάζουμε κοινοτυπίες». Τις μεγαλύτερες αλήθειες δε θα τις βρει κανείς στα βιβλία, στους τοίχους θα τις βρει, οι τοίχοι είναι το εργαλείο του άνεργου, ο καμβάς του απελπισμένου, το όπλο του κατατρεγμένου να ακουστεί, να νιώσει ότι η φωνή του υπάρχει, και ότι είναι τόσο δυνατή που θα τη δουν κάποιοι, αφού κανείς πια δε μπορεί να την ακούσει.
Σήμερα, που οι εφιάλτες αμπαλάρoνται με ωραία, γιορτινή συσκευασία και πωλούνται σα λαχταριστά, σπαρταριστά, γιορτινά όνειρα. Ας βάλουμε φωτιά λοιπόν σ’ αυτούς τους φανταχτερούς εφιάλτες, φωτιά από τις μεγάλες νίκες του παρελθόντος, από τους δικούς μας Προμηθείς, τρίψτε τα χέρια σας, ακονίστε τις ματιές σας, κάθε σπίθα είναι πολύτιμη για να γίνει η πυρκαγιά που θα μας λυτρώσει όλους.
Παράξενος μήνας ο Δεκέμβρης. Μπαίνει ο χειμώνας με τα αρώματα του, αλλά εγώ μετράω νεκρούς, και θυμάμαι φωτιές. Νεκροί δικοί μου και νεκροί “δικοί μου”, εκεί στη γωνία τώρα και πουθενά, στη γωνιά τώρα και πάντα, στην οδό Αλέξη Γρηγορόπουλου, σ’ έναν επαρχιακό δρόμο, ή σ’ ένα σπίτι. Σ’ ένα σπίτι σκοτεινό, ακατοίκητο, από αυτά που βλέπουμε περπατώντας το χειμώνα, ή περνώντας με το ταξί κάποιο βροχερό βράδυ. Και ξέρεις, θυμάσαι κοιτώντας το, πως η αξιοπρέπεια δεν εξαγοράζεται και πως ποτέ δε θα μας έχουν ολόκληρους αν εμείς δε το θελήσουμε. Κι από την άλλη, φωτιές. Η φωτιά του καστανά, η φωτιά στο τζάκι, και η άλλη στους κάδους, στους δρόμους, στο δέντρο και στη φάτνη, ανακοινώνοντας ματαιώσεις γιορτών στις πόλεις των σκυθρωπών ανθρώπων μιας και δε γίνεται να προχωράει ο χρόνος, ο πραγματικός χρόνος, όταν οι ζωές μας ματαιώνονται καθημερινά. Φωτιές για να ξεπαγώσουν και να “τρέξουν” τα όνειρα. Στη σκέψη μας, στο κορμί μας. Έστω και για λίγο.
Για άλλους είναι γεννήσεις και χαρές για μένα είναι θάνατος και φωτιές, και ανάγκη για οξυγόνο, και καθάριο αέρα. Κάθε Δεκέμβρη λοιπόν θα θυμάμαι αυτό που έγραψε ένας φίλος και θα γίνομαι αυτό που με προέτρεψε, “το τέρας στη γιορτή τους”, και κάθε χρόνο ξανά, μέχρι την τελική νίκη, γιατί ακόμα κι αν είσαι ο Δρ. Frankenstein, αν δε δώσεις κομμάτι απ’ την ψυχή σου το τέρας δε θα ξυπνήσει ποτέ, και μεις θα περνάμε τους Δεκέμβρηδες μας κάνοντας μνημόσυνα, μέσα μας, και έξω στους δρόμους.
Καλώς ήρθες μπάσταρδε…»
Μια ιστορία
του Δημήτρη Γκιούλου
«Ξημέρωνε Χριστούγεννα, άδεια η πλατεία. Μόνο αυτός εκεί. Αυτός και το μεγάλο κατασκεύασμα στο κέντρο της. Μια φάτνη. Ήταν αποφασισμένος, θα έβαζε φωτιά σ' αυτό το τερατούργημα που κάλυπτε τη μισή πλατεία. Είχε όλους τους λόγους. Τους του είχε δώσει η κοινωνία του. Η κοινωνία που τον μεγάλωσε μέσα στην αδιαφορία. Την έλλειψη των γονιών του από το σπίτι, τα φροντιστήρια, το άγχος των εξετάσεων, τα πισώπλατα μαχαιρώματα, την αποξένωση, την αδικία. Μια κοινωνία που τον έκανε κυνικό πριν από την ώρα του και που τώρα θα πλήρωνε γι αυτό.
Μέσα στη φάτνη ήταν ένα νεογέννητο. Ομοίωμα φυσικά, αλλά και πάλι, ομοίωμα ενός νεογέννητου. Δεν τον ένοιαζε όμως μιας και στο όνομα αυτού του νεογέννητου γίνεται η μεγαλύτερη προπαγάνδα στην ιστορία της ανθρωπότητας δύο χιλιάδες χρόνια τώρα. Άλλωστε, αυτό το νεογέννητο είχε τη μαγική ιδιότητα, αφού πρώτα πέθαινε, να ανασταίνεται κάθε χρόνο, εκεί στον Απρίλη-Μάη.
Στην τσάντα του «ήρωα» μας ένα ARGOODAKI που αγόρασε για να μπορέσει ακόμα ένα ορφανό παιδί να ενταχθεί στην στρατιά των ημιαπασχολούμενων ενηλίκων αυτής της χώρας. Το ARGOODAKI στην τσάντα γέλασε ειρωνικά. “Χα! Σιγά μη το κάνεις...” Κάθε φορά η ίδια ιστορία. Ποτέ σου δε θα μπορέσεις να βγεις από την «κανονικότητα». Στα χέρια του ένα γυάλινο μπουκάλι κόκα-κόλα, ναι αυτής που σπονσοράρει τον Αη-Βασίλη εδώ και χρόνια,. Μέσα στο μπουκάλι, βενζίνη SHELL και τα όνειρα του. Όνειρα μιας καταναλωτικής κοινωνίας που πια δεν ήξερε αν υπήρξαν ποτέ δικά του, ή αν κάποιος, κάπου κάποτε, τα κατασκεύασε πριν από αυτόν γι αυτόν. Γι' αυτό και είχε σκίσει το αγαπημένο μπλουζάκι του ADIDAS για να το κάνει στουπί. Εκείνη τη στιγμή λάτρευε αυτόν το μικρό ανόητο συμβολισμό, και έστω και για λίγο, ένιωθε ελεύθερος, ένας μικρός θεός. Του έβαλε φωτιά και το πέταξε. «Σας πολεμάω με τα όπλα σας καριόληδες», σκέφτηκε.
Το μπουκάλι, έπεσε πάνω στη φάτνη, και το κατασκεύασμα άρπαξε αμέσως. «Τι ωραία εικόνα αυτή η φωτιά» σκέφτηκε. Δεν έφυγε, δεν τον ένοιαζε, κάθισε να απολαύσει το θέαμα. Ήταν από εκείνες τις φωτιές που καίνε για να αναγεννήσουν. Και έτσι ένιωθε. Για πρώτη φορά εδώ και χρόνια ένιωθε ζωντανός μέσα του, άκουγε την καρδία του να χτυπάει, ένιωθε το αίμα να κυλάει στις φλέβες του, και το πρόσωπο του να ζεσταίνεται από την κάψα της φωτιάς.
Ίσως αν κάψουμε όλα τα σύμβολα στο όνομα των οποίων λειτουργούμε ίσως τότε πραγματικά να νιώσουμε ξανά, ελεύθεροι και ζωντανοί. Στο μυαλό του στριφογύριζε μια φράση «όσα περισσότερα έχεις, τόσο λιγότερο κατέχεις τον εαυτό σου». Πλέον, έστω και για λίγο είχε βγει από αυτό το τριπάκι.
Οι πρώτοι άνθρωποι είχαν ήδη φτάσει φωνάζοντας και προσπαθώντας να σβήσουν τη φωτιά, ενώ από μακριά ακούγονταν σειρήνες να πλησιάζουν. Αν κοιτούσες όμως προσεκτικά, θα έβλεπες κι άλλους, όχι πολλούς, με ένα αινιγματικό χαμόγελο στα χείλη και με μάτια να λάμπουν. Δε μπορούσες να πεις όμως για ποιο λόγο, απλά έβλεπες μια φωτιά να καίει, μια φωτιά όμοια με αυτή που έκαιγε τη φάτνη. Μια φωτιά που επιτέλους ξανάκαιγε μέσα τους, και που δύσκολα θα την άφηναν να ξανασβήσει.»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου