Του Δημήτρη Ταλάντη
Ο ΒΑΣΙΛΙΑΣ ΚΑΡΝΑΒΑΛΟΣ
Την εποχή εκείνη γίνονταν η παρέλαση των αρμάτων στην
Άμφισσα, με κυρίαρχο το άρμα του βασιλιά καρνάβαλου που παρίστανε άλλοτε τον
κλασικό «βαρελόφρονο», μπεκρή με την τεράστια κόκκινη μύτη, τις μουστάκες και
το καβουράκι κι άλλοτε (όπως εδώ) έναν διασκεδαστή που να καλεί το πλήθος σε
γλέντι.
Μετά το πέρας της παρέλασης ακολουθούσαν οι «γαϊδαροσρομίες»
Οι άνθρωποι τότες είχαν στα σπίτια τους τα συμπαθή τεράποδα όπως έχουμε εμείς
σήμερα τα 4WD αγροτικά μας. Διοργάνωναν λοιπόν αγώνες δρόμου με τα γαϊδούρια, που
τα μασκάρευαν κι εκείνα, από το γήπεδο προς την πλατεία, παραβγαίνοντας για το
ποιος θα βγει πρώτος. Σκαρφίζονταν τότε διάφορα κόλπα για να αναγκάσουν τα
βραδυκίνητα ζωντανά να τρέξουν, άλλοτε ανεβαίνοντας καρκατσίδα επάνω τους τα
χτυπούσαν με τα πόδια τους στην κοιλιά τους σαν να ίππευαν τον Βουκαφάλα,
άλλοτε τα χτύπαγαν με την βίτσα στα καπούλια ή τους τράβαγαν τ΄ αυτιά, άλλοτε
οι γάιδαροι μουλάρωναν και δεν έκαναν βήμα κι οι αναβάτες των τα έσπρωχναν από
πίσω κι άλλα κόμη. Μια χρονιά μάλιστα, ένας χωριανός είχε πιάσει το γάιδαρό του
από την ουρά και είχε βάλει το χέρι του στο επίμαχο σημείο του γαιδάρου. Το
ζωντανό προφανώς ενοχλημένο από την χειρονομία, έτρεχε σαν δαιμονισμένο κι ο
χωριανός από πίσω ακλουθούσε τρέχοντας κι εκείνος κρατώντας την ουρά του
γαιδάρου του. Ο κόσμος φυσικά είχε ξεσπάσει σε γέλια, ο χωριανός κέρδισε με
διαφορά την κούρσα, αλλά δεν ξέρω αν του δώσανε τελικά το βραβείο.
Στα πλαίσια των καρναβαλικών εκδηλώσεων, στις πλατείες της
πόλης, χορευόταν και πλεκόταν το γαϊτανάκι. Το βράδυ βέβαια γινόταν το κάψιμο
του βασιλιά καρνάβαλου. Ο καρνάβαλος και η οργάνωσή του τότε ήταν υπόθεση των
μεγάλων και η συμμετοχή του κόσμου ήταν μεγάλη και ενθουσιώδης
Αργότερα η παρέλαση του καρνάβαλου στην Άμφισσα σταμάτησε να
γίνεται. Πολύς κόσμος τότε πήγαινε στην Βουνιχώρα όπου εξακολουθούσε να γίνεται
παρέλαση καρνάβαλου. Ο εκεί καρνάβαλος, όπως ήταν φυσικό, είχε έντονο βουκολικό
χαρακτήρα. Οι μεταμφιεσμένοι ήντουσαν ντυμένοι με προβιές ζώων, με τσόλια κι
άλλα σχετικά. Σιγά σιγά ο καρνάβαλος και στην Βουνιχώρα επηρεάστηκε με κάποια
ποιο μοντέρνα στοιχεία της τότε βέβαια εποχής κι αργότερα σταμάτησε. Ίσως οι
Βουνιχωργιώτες της παρέας θα μπορούσαν να μας δώσουν περισσότερα στοιχεία.
Μετά από κάμποσα χρόνια, άρχισε να επανέρχεται και πάλι ο
καρνάβαλος στην Άμφισσα με παρελάσεις αρμάτων που είχαν χιουμουριστικό και
σατιρικό χαρακτήρα. Έτσι άρχισαν να εμφανίζονται και το βράδυ του Σαββάτου,
αρχικά οι νεαροί, στην επάνω πλατεία μεταμφιεσμένοι και ντυμένοι με τα δέρματα
και τις προβιές, μουτζουρωμένοι, με δάδες, κάνοντας μια μικρή παρέλαση γύρω
στην πλατεία. Αργότερα εμφανίστηκε και το στοιχειό της Χάρμαινας, ποιο μετά το
δεύτερο στοιχειό της Τέχολης, κι αργότερα ένα τρίτο στοιχειό, που κάποιοι
λέγανε ότι ήτανε το στοιχειό απ το Γκιρίζ. Τότε προστέθηκε και το δρώμενο της
πάλης των στοιχειών, και η αφήγηση του μύθου του Κωστή και της Λενιώς. Τέλος το
δρώμενο πήρε την σημερινή του μορφή με την προσθήκη του θεατρικού με τα κύρια
πρόσωπα του μύθου, τους εργάτες των ταμπακαριών και τις νεράιδες στα μπαλκόνια
του δημαρχείου.
ΟΙ ΦΩΤΙΕΣ
Εκείνη την εποχή ανάβαμε «φωτιές στις γειτονιές» Για το λόγο
αυτό από μέρες, στην αλάνα όπου θα ανάβαμε την φωτιά, συγκενρώναμε πολλά ξύλα.
Τότες είχαμε πολύ ελεύθερο χώρο μιας και τα αυτοκίνητα ήντουσαν σχεδόν
ανύπαρκτα ή περνούσαν πολύ σπάνια. Όπως μας πληροφορεί σε προηγούμενη ανάρτηση
η Chrysa Papalexandri τα παιδιά από την Μάντρα για την φωτιά τους ανέβαιναν
στον Κόφινα και έκοβαν λατσούδια από πουρνάρια. Εμείς - τα παιδιά της (κάτω)
Τέχολης – ανάβαμε την φωτιά μας στη αλάνα έξω από το σπίτι του Μητσόπουλου
(γωνία Καραϊσκάκη και Εθνικής Αντιστάσεως) Με αρχηγούς τους μεγαλύτερους,
πηγαίναμε στον λόγκο όπου αυτή την εποχή υπήρχαν πλήθος από λατσούδια που είχαν
εναπομείνει από το κλάδεμα των ελιών και με αυτά σχηματίζαμε μια τεράστια
στοίβα. Την δέναμε με μια τριχιά και την σέρναμε μέχρι την αλάνα.
Χρειαζόντουσαν τέσσερεις πέντε στοίβες για κάθε βραδιά. Αυτό όμως τότε θεωρείτο
κλέψιμο κι απαγορευόταν. Αν λοιπόν μας έβλεπε κάποιος είτε απλός πολίτης είτε
δραγάτης (που τότες ήντουσαν αρκετοί και πρόσεχαν τον λόγκο) να μαζεύουμε ή να
κουβαλάμε τα ξύλα μας κυνηγούσαν, μας μάλωναν και μας ανάγκαζαν να παρατήσουμε
τα ξύλα και να φύγουμε. Εμείς βέβαια σαν τους σαλταδώρους της κατοχής,
επανερχόμασταν και ολοκληρώναμε το έργο μας. Την πρώτη στοίβα με τα λατσούδια
την τοποθετούσαμε από το απόγευμα στην θέση της για να είναι έτοιμη τη φωτιά
που θα ανάβαμε το βράδυ. Κάποιες φορές, κάποιοι πονηροί, ή (όπως λέγανε
κάποιοι) παιδιά από άλλες γειτονιές, έκρυβαν μέσα σε αυτή τη στοίβα ένα μικρό
εκρηκτικό, το οποίο όταν άναβε η φωτιά έσκαγε. Άλλες φορές τα παιδία της μιας
γειτονιάς έκλεβαν τα ξύλα από τις άλλες γειτονιές και για το λόγο αυτό βάζαμε
και περιφρούρηση μέχρι το βράδυ.
Η φωτιά άναβε σουρουπώνοντας ενώ οι αρχηγοί της γειτονιάς
είχαν το γενικό πρόσταγμα.
Στην φωτιά βάζαμε και παλιά λάστιχα από αυτοκίνητα τα οποία
αν και έζεχναν, κράταγαν για πολύ ώρα με έντονη κόκκινη φωτιά.
Τότε γινόταν το γνωστό γλέντι, με τα παιδιά μεταμφιεσμένα
και μη και με πολλές νοικοκυρές. Ήταν όμως και φορές που είχαμε και καβγάδες
μεταξύ των παιδιών για σοβαρές αιτίες όπως: Τίνος το καπέλο είναι μεγαλύτερο,
γιατί με κορόιδεψες και άλλα σχετικά.
Οι περισσότεροι πατεράδες των παιδιών ήντουσαν στις ταβέρνες
ή στους καφενέδες της πόλης, όπου εκείνη την εποχή είχαμε και του γνωστούς και
ανεπανάληπτους «τύπους της Άμφισσας» Κάποιοι από αυτούς, εκείνες τις μέρες
γίνονταν σκνίπα στο μεθύσι και έγραφαν σκηνές απείρου κάλους. Αργά το βράδυ,
τρικλίζοντας, από κολώνα σε κολώνα, πέρναγαν και από την φωτιά μας και γινόταν
τότες ο μεγάλος χαμός.
ΧΑΡΤΑΕΤΟΣ
Εκείνη την εποχή τους χαρταετούς μας τους φτιάχναμε μόνοι
μας. Οι φίλοι και οι συμμαθητές μου τότες με είχαν από κοντά για να μεσολαβήσω
στον πατέρα μου (το μέσον στην Ελλάδα μας έχει βαθιές ρίζες) ο οποίος είχε
επιπλοποιείο στην κάτω πλατεία, για να τους κόψει τα πηχάκια για τους αϊτούς
των. Άλλα παιδιά όμως για αυτή τη δουλειά χρησιμοποιούσαν καλάμια που τα
έσκιζαν κατά μήκος. Για χαρτί χρησιμοποιούσαμε λαδόκολλα, ποιο σπάνια εφημερίδα
και επίσης και έγχρωμες κόλλες γλασέ. Την ουρά την φτιάχναμε με εφημερίδες
κομμένες σε λουρίδες ή με χάρτινες κορδέλες. Για κόλλα εγώ και η παρέα μου
χρησιμοποιούσαμε ξυλόκολα ενώ άλλοι κόλλα από ρετσίνι πεύκων.
Χαρταετούς βέβαια μπορούσε να αγοράσει κανείς από τα
καταστήματα κι από εκείνο το απίθανο κατάστημα της γειτόνισσας μου Φρόσως
Παλαιολόγου στην κάτω πλατεία.
Κάποιοι από εμάς τους αητούς μας τους πετάγαμε από τις
ταράτσες των σπιτιών μας ή στον δρόμο. Άλλοι πήγαιναν στη μεγάλη αλάνα στο
ύψωμα στην Αγία Ειρήνη που είχε πάντα καλό αεράκι κάνοντας τον αϊτό να σηκωθεί
εύκολα και να πάει πολύ ψηλά ενώ άλλοι ανέβαιναν στο κάστρο που και από εκεί
πέταγαν τους αϊτούς των πολύ ψηλά. (εκεί είχαμε και κάποια ατυχήματα) Όμως από
όλους ο αείμνηστος γιατρός ο Κασαπίδης έφτιαχνε τον μεγαλύτερο αϊτό στην Άμφισσα
και τον πετούσε ψηλότερα από όλους.
ΠΙΚΝΙΚ
Για να συμπληρώσω και μόνο, θα επαναλάβω το έθιμο της
Καθαράς Δευτέρας (βλ. προηγούμενη ανάρτηση), όπου πολλοί Σαλωνίτες πηγαίναμε
ημερήσιες εκδρομές με τους πλέον δημοφιλείς προορισμούς να είναι το Ξηροπήγαδο
που γινόταν μεγάλο γλέντι, το Γαλαξίδι που πηγαίναμε με βενζίνες από την Ιτέα
και το Κάστρο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου