Σελίδες

Παρασκευή 14 Φεβρουαρίου 2020

Το Βαγιανέικο



Περπατώντας σε όλη την πόλη της Άμφισσας, παντού συναντάς στοιχεία πλούσιας πολιτισμικής κληρονομιάς, μέρος της οποίας αποτελούν τα νεοκλασικά – αρχοντικά σπίτια της, όπως και οι κατοικίες λαϊκής αρχιτεκτονικής. Στην οδό Ι. Καραγιάννη , στον στενό παράδρομο της Φρουρίου, στέκεται όρθιο το επιβλητικό σπίτι του Νίκου Βάγενου, έχοντας συντροφιά τους αγέρηδες, την εκκλησία του Αγίου Νικολάου και την υπέροχη θέα στην Άμφισσα. Η ηλικία του υπολογίζεται γύρω στα 180 έτη, αρχικά ήταν οικία και συμβολαιογραφείο, στην αυλή βλέπεις το συμβολικό κυπαρίσσι με την χειροπέδα αγκιστρωμένη πάνω του, το πολεμικό καταφύγιο, την ξύλινη εξώπορτα με τα μεγάλα σιδερένια κλειδιά και την υπέροχη οροφογραφία που έχει απομείνει στο εσωτερικό του σπιτιού. Εκτός από την κατασκευαστική ομορφιά των παλιών κατοικιών που έχουν την τύχη να βλέπουν οι μικροί μαθητές, μοναδικές είναι και οι ιστορίες ζωής των ανθρώπων που τα κατοίκησαν, ιστορίες που σε οδηγούν πολλά χρόνια πίσω, στο «χρυσό» παρελθόν αυτής της υπέροχης πόλης.


Ο κ. Νίκος, συνταξιούχος συντηρητής αρχαιοτήτων και σημερινός ιδιοκτήτης του σπιτιού, μας περίμενε στην αυλή για να μας διηγηθεί την ιστορία αυτού του υπέροχου οικήματος:
«Το συγκεκριμένο σπίτι από ότι μου έλεγε η γιαγιά μου πρέπει να έχει κτιστεί το 1847. Το είχε κάποιος πλούσιος συμβολαιογράφος ο Παναγιώτης Κολοκανάκης , δε γνωρίζω αν ήταν Αμφισσιώτης, γιατί τέτοιο όνομα δεν υπάρχει εδώ. Ήταν τρία αδέλφια, τα άλλα δύο είχαν το σημερινό σπίτι του Καραδήμα και το σημερινό σπίτι του Βλάχου, απέναντι από το Βαγιανέικο. Μου ανέφερε η γιαγιά μου, η Παγωνίτσα Βάινου το γένος Κολοβατιανού, το καθένα από αυτά τα σπίτια είχε και ένα κυπαρίσσι. Το δικό μας υπάρχει, γιατί η ρίζα του έχει εισχωρήσει μέσα στο βράχο και μπορεί και συντηρείται ακόμη. Στο άλλα δύο σπίτια – σημερινό Βλάχου και Καραδήμα - τα κυπαρίσσια «έπεσαν» και έριξαν και τις μάντρες αυτών. Το συμβολαιογραφείο του Παναγιώτη Κολοκανάκη ήταν μέσα στην οικία του – στο ισόγειο - και μάλιστα στο δωμάτια εκείνο, το παράθυρο έχει εξωτερική , με τετράγωνα, σιδερένια κατασκευή για προστασία των εγγράφων από τυχόν επίδοξους κλέφτες. Ο Παναγιώτης γεννήθηκε στις 12 Μαίου 1838 και πέθανε στις 24 Αυγούστου του 1903. Η γυναίκα του Γιαννίτσα, το γένος Γερογιάννη, γεννήθηκε στις 1 Νοεμβρίου 1849 και δε γνωρίζουμε πότε πέθανε. Το ζευγάρι δεν πρέπει να είχε παιδιά.


Η Γιαννίτσα, μόλις πέθανε ο σύζυγός της, έφυγε να μείνει στην Αθήνα όπου εκεί είχε συγγενείς και απεβίωσε στην πρωτεύουσα. Είχε αναθέσει σε Τηνιακό τεχνίτη – μαρμαρά να φτιάξει ένα υπέροχο μνημείο του άντρα της και το μετέφεραν από την Αθήνα, όπου τοποθέτησε τα οστά του συζύγου της. Το μνημείο είναι σήμερα στο νεκροταφείο των Αγίων Πάντων στην Άμφισσα. Το συγκεκριμένο σπίτι το έφτιαξε ο πατέρας του Παναγιώτη, όταν αυτός ήταν σε μικρή ηλικία. Η κ. Γιαννίτσα το πουλά στον παππού μου και τον αδερφό του, Νικόλαο και Χρήστο Βάινο, στις 13 Οκτωβρίου 1919, έχοντας συμβολαιογράφο τον κ. Ιωάννη Γεωργούτσο και με το υπ΄αριθμό συμβολαίου 992/13-10-1919. Ο παππούς μου ο Νίκος κράτησε το συγκεκριμένο σπίτι και ο αδελφός του, ο Χρήστος, πήρε το πατρικό που ήταν λίγο πιο πέρα.
Το σπίτι είναι φτιαγμένο από πέτρα σκαλιστή, πελεκητή. Όταν το αγόρασε ο παππούς μου ο Νίκος, έκανε και τα εξωτερικά αλείμματα. Είναι διώροφη κατοικία με εσωτερική ξύλινη σκάλα, περίπου 50 τετραγωνικά μέτρα ο κάθε όροφος. Υπόγειο δεν έχει, γιατί από κάτω από την οικία υπάρχει βράχος και δεν μπορούσε να σκαφτεί. Ο πάνω όροφος έχει το σαλόνι και τρία υπνοδωμάτια και ο κάτω όροφος έχει κουζίνα και δύο υπνοδωμάτια. Στο σπίτι ο παππούς μου έφτιαξε μια μικρή αποθήκη στην αυλή και επί των ημερών μου έγινε και η εξωτερική βεράντα. Το σπίτι δεν είναι χαρακτηρισμένο ως διατηρητέο. Η σκεπή έχει γύρω γύρω ακροκέραμα και η εξώπορτα, μεγάλη, ξύλινη, κόκκινα χρωματισμένη είχε μια μεγάλη κλειδαριά, που δεν υπάρχει σήμερα, με ένα επίσης μεγάλο σε μέγεθος σιδερένιο κλειδί. Πίσω από αυτή είναι οι αμπάρες.


Την περίοδο του 2ου Παγκοσμίου Πολέμου το είχαν επιτάξει οι Γερμανοί, κατά την παρουσία τους στην Άμφισσα και στον πάνω όροφο έμενε ένας αστυνομικός (ασφαλίτης αξιωματικός) Γερμανός , Ιντοάτ λεγότανε. Όταν αυτός κατοίκησε στο σπίτι κανείς γείτονας δεν το πλησίαζε. Η οικογένειά μου έμεινε τότε στο ισόγειο. Οι Γερμανοί ήθελαν να μένουν σε σπίτια που ήταν όμορφα και το συγκεκριμένο ήταν τότε καλοδιατηρημένο.
Στον περιβάλλοντα χώρο του σπιτιού υπάρχει μια μικρή κυλινδρική στήλη όπου έλεγε η γιαγιά μου μικρή, καθώς περνούσε από εδώ, πως υπήρχε ένα αγαλματάκι, ένας «Έρωτας», ο οποίος μόλις αγόρασαν το σπίτι από το συμβολαιογράφο, χάθηκε και δεν το ξαναείδαν. Η αυλή ήταν βοτσαλωτή - ένα μικρό μέρος της είναι ακόμη – και καλύφθηκε με τσιμέντο το 1965 περίπου. Επίσης, στο χώρο της αυλής, δεσπόζει και το συμβολικό κυπαρίσσι όπου είναι «κολλημένη», έχει θρέψει, μία χειροπέδα με το κλειδί της, μπορεί να είναι και τούρκικη. Αυτή υπήρχε εκεί όλα τα χρόνια, έτσι το πρόλαβα εγώ.
Το σπίτι έχει στην περίμετρό του παράθυρα, κέδρινα, άλλα είναι ταμπλαδωτά και μερικά με γρίλιες. Τα ταμπλαδωτά τα είχαν φτιαγμένα στο Βορρά και αυτά με τις γρίλιες, στραμμένα στον ήλιο για να μπαίνει φως στο σπίτι. Τα παράθυρα είναι πολύ παλιά, πιθανόν και από τότε που αγοράστηκε το σπίτι από τους δικούς μου.


Σε χώρο της αυλής υπάρχει και ένα κομμάτι από το άγαλμα του Ησαΐα, όταν είχε πρωτοστηθεί στην πόλη όπου είχε ένα περίβολο τεράστιο, με ωραία σιδηροκατασκευή και σκαλοπάτια. Το βάθρο που ήταν στηριγμένος, τότε, ο Ησαίας δεν τον βρήκα έχει χαθεί. Είχε όμως στις τέσσερις μεριές του, σε χιαστί, κάποιους έλικες, αυτό το κομμάτι που έχω εδώ λέγεται έλικας, το οποίο ήταν διαφορετικά τοποθετημένο και σκαλιστό. Επί δημαρχίας Κορδώνη, νομίζω, έφτιαχναν τα σκαλοπάτια που βγαίνουν στη Χάρμαινα, εδώ πιο πάνω στο Μαχαίρα. Μικρός εγώ, έβλεπα που σπάζανε τους έλικες, που ήταν στο άγαλμα και τα έφερναν οι μάστοροι και τα έχουν πακτώσει κάτω στα σκαλιά. Αν σκάψουμε στα συγκεκριμένα σκαλιά θα βρούμε κομμάτια από το άγαλμα του Ησαΐα. Εμένα μου έκανε εντύπωση σαν μικρό παιδί που ήμουν, πήρα ένα κομμάτι και το έφερα εδώ στην αυλή.
Ο παππούς μου έφτιαξε στον περιβάλλοντα χώρο μια αχυρώνα –μπορεί να προϋπήρχε και πιο πριν αυτό το παρακέλι – όπου είχαμε δύο άλογα τα οποία το καλοκαίρι τα έβγαζαν στην αυλή όπου υπήρχε ένα σκαφίδι για να τρώνε. Από έξω από το σπίτι υπήρχε το γουρνί όπου τα πήγαιναν να πιουν νερό και τα ξαναέφερναν πάλι μέσα. Στο γουρνί το νερό ερχόταν από υπόγειο κανάλι από τη Χάρμαινα, σήμερα φυσικά δεν τρέχει νερό, παρότι υπάρχει ακόμη.


Το πιο σημαντικό στοιχείο στην αυλή είναι δύο μικρά δωμάτια, με πέτρα γύρω γύρω - , και η γιαγιά μου το έλεγε «καταφύγιο». Την εποχή του πολέμου του 1940, τα γυναικόπαιδα από τα γύρω σπίτια έμπαιναν μέσα, κρυβόντουσαν και κάποιος έκλεινε την είσοδο με πέτρα για μη φαίνεται το «καταφύγιο». Η γιαγιά έλεγε πως έκλεινε, από μέσα, την πόρτα με το αριστερό χέρι, γιατί αν έπεφτε βόμβα να της χαλούσε το συγκεκριμένο χέρι για να μπορεί με το καλό της, το δεξί, να μαγειρεύει.
Δίπλα από το «καταφύγιο» υπάρχει ένα μικρό σπιτάκι, το πρόλαβα εγώ και το κάναμε και ανακαίνιση, όπου ήταν ο φούρνος του σπιτιού και η «φουφού» που λέμε. Εκεί υπήρχαν τούρκικα πλακάκια, τα οποία είχαν φτιάξει με σιδεριά, και βάζοντας ξύλα από κάτω μαγείρευαν.
Η οικογένειά μου έμεινε εδώ ως το 2001, όπου πήγαμε στην καινούρια οικία μας, από τότε δεν κατοικείται».
Στο εσωτερικό του σπιτιού οι ξύλινες πόρτες είναι από την εποχή του πρώτου ιδιοκτήτη. Το σπίτι αρχικά ζεσταινόταν με τζάκι. Οι οροφές του σπιτιού ήταν ζωγραφισμένες, αργότερα όμως καλύφθηκαν με πλαστικό και μόνο σε ένα σημείο έχει διασωθεί ένα κομμάτι από αυτές. Ορισμένα από τα παράθυρα του οικήματος έχουν αντικατασταθεί με νεώτερες ξύλινες κατασκευές».
Το «Βαγιανέικο» είναι μία ακόμη κατοικία της Άμφισσας, που κρύβει τη δική της ιστορία, μία ιστορία δύο αιώνων περίπου. Τα νεοκλασικά – αρχοντικά σπίτια, όπως και τα παλιά σπίτια λαϊκής αρχιτεκτονικής θα συνεχίσουν να αποτελούν σημαντικό κομμάτι του πολιτισμού της Άμφισσας.


Πηγή: https://3odimamfissas.blogspot.com/



Δεν υπάρχουν σχόλια: