Σελίδες

Τρίτη 23 Μαρτίου 2021

Ἔναρξη τῆς Ἐπανάστασης στή Ρούμελη

Του Φωτίου Σταυρίδη 


Ἡ Ἀνατολική Στερεά Ἑλλάδα ἐπαναστάτησε ταυτόχρονα μέ τήν Πελοπόννησο, στά τέλη Μαρτίου τοῦ 1821. Ἡ ἐξέγερση ἔλαβε μέρος κυρίως στή Φωκίδα, τήν Δωρίδα, τήν Λιβαδειά καί τήν Λοκρίδα. Οἱ ψυχομένοι Ρουμελιῶτες κλεφταρματολοί Ὀδυσσέας Ἀνδροῦτσος, Ἀθανάσιος Διάκος, Βασίλης Μποῦσγος, Πανουργιᾶς, Δῆμος Σκαλτσᾶς καί Ἰωάννης Δυοβουνιώτης δέν πτοήθηκαν ἀπό τόν ἰσχυρό τουρκικό στρατό πού ἦταν σταθμευμένος στό Ζητούνι (Λαμία), στά Τρίκαλα καί τή Λάρισα ἀλλά ἄναψαν τή φωτιά στήν Ρούμελη. Εἶχαν φανεῖ ἄλλωστε οἱ προθέσεις τους στή σύσκεψη τῆς Ἁγίας Μαύρας (Φεβρουάριος 1821), ὅπου εἶχαν ἀποφασίσει μέ ἐνθουσιασμό τήν ἐπανάσταση, σέ ἀντίθεση μέ τούς προκρίτους τοῦ Μοριᾶ οἱ ὁποῖοι στή σύσκεψη τῆς Βοστίτσας εἶχαν φανεῖ διστακτικοί καί ἀναβλητικοί.


Ἡ πρώτη πόλη τῆς Ρούμελης πού θά ἐλευθερωνόταν θά ἦταν ἡ πρωτεύουσα τῆς Φωκίδος, τά Σάλωνα (Ἄμφισσα). Στίς 24 Μαρτίου 1821, στό μοναστήρι τοῦ Προφήτη Ἠλία, ὁ ἐπίσκοπος Ἠσαΐας ἀπό κοινοῦ μέ τόν ἀρματολό Πανουργιᾶ καί τούς προεστούς τῶν Σαλώνων Ἀναγνώστη Γιαγτζή, Ρήγα Κοντορήγα καί Ἀναγνώστη Κεχαγιά, συγκέντρωσαν ἑκατοντάδες παλληκάρια, ἔκαναν δοξολογία στή μονή καί ὕψωσαν τή σημαία τῆς Ἐπαναστάσεως.

Ὁ Πανουργιᾶς εἶχε γεννηθεῖ στό χωριό Δρέμισσα (Πανουργιᾶς Φωκίδας) τό 1767. Ὁ πατέρας τοῦ Πανουργιᾶ λεγόταν Ξηροδημήτρης, ἐπειδή ἦταν ἐξαιρετικά ἀδύνατος. Ἦταν προεστός τοῦ χωριοῦ Δρέμισσα τῆς Παρνασσίδος. Ὅταν o γιός του βαπτιζόταν, ὁ ἀνάδοχός του τόν πέρασε γιά κορίτσι καί τοῦ ἔδωσε τό ὄνομα Πανώρια. Οἱ γονεῖς τοῦ Πανουργιᾶ, πού ἦταν πολύ θεοσεβούμενοι, θεώρησαν ἁμαρτία νά ἀλλάξουν τό ὄνομα πού δόθηκε μέ τό μυστήριο καί ἁπλά τόν φώναζαν Πανουργιᾶ. Τό ὄνομα αὐτό τελικά ἔγινε οἰκογενειακό ὄνομα τῶν Πανουργιάδων.

Ὁ Πανουργιᾶς ὡς νέος διακρινόταν γιά τό ὡραῖο του παρουσιαστικό. Ἡ ἐντυπωσιακή του ἐμφάνιση ἔγινε ἡ αἰτία νά σωθεῖ ἡ ζωή του ὅταν καταδικάστηκε σέ θάνατο γιά κάποια ἀσήμαντη αἰτία. Ἕνας ἰσχυρός Τοῦρκος, ὁ Δελή Ἀχμέτ λυπήθηκε τό νεαρό Πανουργιᾶ καί μεσολάβησε νά τοῦ χαρίσουν τή ζωή. Μάλιστα τόν πῆρε στήν ὑπηρεσία του. Ὅταν πέθανε ὁ Τοῦρκος, ὁ δεκαεξάχρονος Πανουργιᾶς ἔγινε κλέφτης, συνεργάστηκε μέ τόν Ἀνδρέα Ἀνδροῦτσο Βερούση (Ἀνδρίτσο) καί ἔλαβε μέρος στίς ἐπιχειρήσεις τοῦ Λάμπρου Κατσώνη. Μετά τόν θάνατο τοῦ Ἀνδρίτσου ὁ Ἀλή πασᾶς, γιά νά ἀπαλλαγεῖ ἀπό τόν Πανουργιᾶ τόν ἔκανε ἀρματολό. Ἀργότερα ὁ τελευταῖος ἔγινε πάλι κλέφτης, ὅταν ἀντικαταστάθηκε στό ἀρματολίκι ἀπό τόν Λάμπρο Σουλιώτη. Ἐπειδή ἦταν ἀδύνατο νά τόν συλλάβει ὁ Ἀλή πασάς ἔδωσε ἐντολή καί πῆραν τήν οἰκογένειά του στά Ἰωάννινα. Τότε ὁ Πανουργιᾶς ἀναγκάστηκε νά παραδοθεῖ στόν Ὀδυσσέα Ἀνδροῦτσο καί νά ἀποσταλεῖ στόν τύραννό της Ἠπείρου. Ὁ Ἀλή πασᾶς δέν ἔβλαψε τόν Πανουργιᾶ ἀλλά τόν κράτησε κοντά του ἀπό τό 1817 ἕως τό 1820.

Ὅταν ὁ Ἀλή πασᾶς πολιορκήθηκε στά Γιάννενα ὁ Πανουργιᾶς κατόρθωσε νά δραπετεύσει καί νά ἐπιστρέψει στήν ἰδιαίτερη πατρίδα του. Τότε ὀργάνωσε ἕνα πειθαρχημένο σῶμα ἑξῆντα ἀνδρῶν ντυμένων καί ἐξοπλισμένων ὁμοιόμορφα καί διάλεξε γιά πρωτοπαλλήκαρά του τόν Γιάννη Γκούρα, τόν Θανάση Μανίκα καί τόν Παπαντρέα ἀπό τήν Κουκουβίστα. Μόλις σήκωσε τό λάβαρο τῆς ἐπανάστασης στή Μονή τοῦ Προφήτη Ἠλία, ὁ Πανουργιᾶς ἔστειλε τόν Θανάση Μανίκα μαζί μέ τόν Παπανδρέα νά στρατολογήσουν στά Βλαχοχώρια τῆς Δωρίδος ὅσους μποροῦσαν νά φέρουν ὅπλα, τόν δέ ἀνιψιό τοῦ Γιάννη Γκούρα τόν ἔστειλε στό χωριό Ἅι Γιώργης κοντά στά Σάλωνα, γιά νά ἔρθει σέ ἐπαφή μέ τούς Γαλαξειδιῶτες, ζητώντας τή σύμπραξή τους.

Οἱ θαρραλέοι Γαλαξειδιῶτες μέ ἀρχηγούς τόν Γιάννη Μητρόπουλο καί τόν Φούντα δέχτηκαν μέ ἐνθουσιασμό τό κάλεσμα τοῦ Πανουργιᾶ καί κινήθηκαν ἀμέσως πρός τήν Ἄμφισσα. Ἡ συμμετοχή αὐτή τοῦ Γαλαξειδίου εἶχε ἐξαιρετική σημασία διότι τό Γαλαξείδι διέθετε 40 πλοῖα μεγάλα καί πολλά μικρότερα, ἱκανά νά ἐκμηδενίσουν τήν ἀπειλή τῶν τουρκικῶν πλοίων πού βρίσκονταν στό λιμάνι τῆς Ναυπάκτου. Ἐξασφαλιζόταν λοιπόν ἡ ἐλευθερία τοῦ Κορινθιακοῦ κόλπου, ἡ παρεμπόδιση τῶν συγκοινωνιῶν τῶν Τούρκων τῆς περιφέρειας, ἐνῶ διασφαλιζόταν ἡ ἐπικοινωνία μέ τούς Πελοποννησίους ἐπαναστάτες.

Ὁ Γκούρας ἐνθουσιάστηκε τόσο πολύ, πού δέν περίμενε νά συνεννοηθεῖ μέ τόν Πανουργιᾶ. Στάθμευσε μέ τούς 150 μαχητές του τή νύκτα στό χωριό Ἅι Γιώργης καί ἔστειλε γράμμα στόν Πανουργιᾶ, δηλώνοντας τήν ἐπιθυμία του νά “βαρέσει ταχιά τά Σάλωνα”. Ὁ Πανουργιᾶς, γνωρίζοντας τήν ἀποφασιστικότητά του, ἔσπευσε νά στείλει ἀγγελιοφόρο ζητώντας του νά μήν ἐπιτεθεῖ ἕως ὅτου πάρει νεώτερη διαταγή γιά νά μήν καταστρέψει ἀπό βιασύνη τήν ἐπανάσταση. Εὐτυχῶς ὁ Γκούρας συγκρατήθηκε.

«Στή Ρούμελη οἱ προϋποθέσεις γιά σηκωμό στέκονταν πολύ πιό δύσκολες ἀπό τό Μοριᾶ. Βρισκόταν σιμά σέ τέσσερεις σημαντικές τούρκικες βάσεις: Γιάννενα, Λάρισα, Βόλο, Εὔβοια. Ἦταν εὐτύχημα βέβαια πώς στά Γιάννενα ξακολούθαγε τήν ἀντίστασή του ὁ Ἀλήπασας. Οἱ στρατιωτικές ὅμως δυνάμεις πού τόν πολιορκοῦσαν μποροῦσαν νά στείλουν σημαντικά ἀποσπάσματα νά κτυπήσουν τούς ἐπαναστάτες.

Ἀντιστάθμιζε ὅμως τούτη τή δυσκολία ἡ ὕπαρξη μιᾶς μαχητικῆς ἀπό αἰῶνες παράδοσης – ἡ κλεφτουριά καί τ’ ἀρματολίκια. Ἕνας στρατός σχεδόν ἕτοιμος, μέ θαυμάσια στελέχη γιά τόν ἄτακτο πόλεμο, πού τόσο τόν εὐνοοῦσαν τά βουνά τῆς Ρούμελης.


Ἡ ψυχή τοῦ Πανουργιᾶ ἀνάσαινε ἔλατο, θυμάρι καί λευτεριά. Ἔτσι, ὅταν στίς 24 τοῦ Μάρτη 1821 ἔμαθε τό σηκωμό τῆς Πάτρας, πῆρε τούς λεβέντες του καί τράβηξε γιά τό μοναστήρι τοῦ Προφήτη Ἠλία. Φωνάζει τούς προεστούς καί τούς λέει πώς θ’ ἀνεμίσει τό μπαϊράκι τοῦ σηκωμοῦ καί θά κτυπήσει τούς Τούρκους. Στ’ ἀναμεταξύ ἔφτασαν στά Σάλωνα οἱ Τοῦρκοι τῆς Βοστίτσας, τοῦ Αἰγίου δηλαδή, τρομοκρατημένοι ἀπ’ ὅσα ἔτρεξαν στό Μοριᾶ. Ἡ δύναμη τῶν ντόπιων Τούρκων μαζί μ’ ἐκείνους πού ἦρθαν ἀπό τή Βοστίτσα δέν ἦταν ἀψήφιστη, ἔφτανε τά ἑξακόσια ντουφέκια

Ὁ Πανουργιᾶς στέλνει στό Γαλαξείδι τόν Γκούρα, τόν γαμπρό του Μανίκα καί τόν Παπαντρέα νά στρατολογήσουν. Οἱ Γαλαξειδιῶτες μέ προθυμία δέχονται ν’ ἀντιβγοῦν στό δυνάστη ὄχι μονάχα στή θάλασσα, παρά καί στή στεριά. Ὅταν κάπως δυνάμωσε ὁ Πανουργιᾶς ἀποφασίζει, ἄν καί τ’ ἀσκέρι του ἦταν πιό ἀδύναμο ἀπό τό τούρκικο τῶν Σαλώνων, νά κτυπήσει, λογαριάζοντας πώς τό χειρότερο ἀπ’ ὅλα θά ἦταν νά χασομερήσει δίνοντας καιρό στούς ἐχθρούς νά συνεφέρουν καί νά ἑτοιμαστοῦν.

Ἐπειδή ὅμως ἔβλεπε πολλούς νά εἶναι διστακτικοί, σκαρφίζεται τοῦτο δῶ τό κόλπο. Ὁρμηνεύει κάποιον τῆς ἐμπιστοσύνης του νά πάει στήν Ἰτέα κι ὅταν γυρίσει νά πεῖ πώς εἶδε τάχα στόν κόρφο τό ρούσικο στόλο. Ὅταν ἦρθε καί ξεφούρνισε τήν ψεύτικη εἴδηση, φωνάζει ὁ Πανουργιᾶς:

– “Ἀδέρφια, τί καρτερᾶμε”;

Ξεχύνονται – ἦταν 27 τοῦ Μάρτη – νά πάρουν τήν πολιτεία. Οἱ Τοῦρκοι, βλέποντας τήν ὁρμή τους, τήν παρατᾶνε κι ἀνεβαίνουν στό φράγκικο κάστρο, πού τά ἐρείπια τοῦ ἴσαμε τίς μέρες μας ὡσάν κορῶνα στέκονται πάνω ἀπό τήν Ἄμφισσα, καθώς λένε τά Σάλωνα τώρα.»

Στίς 27 Μαρτίου 1821, ξημερώματα, τά Σάλωνα βρέθηκαν σέ κατάσταση πολιορκίας. Στή μία μετά τά μεσάνυχτα δόθηκε τό σύνθημα. Ἡ πρώτη μεγάλη φωτιά φάνηκε στό Παλουμάκι τῆς Δεσφίνας καί ἀκολούθησαν οἱ ἄλλες στό Μετόχι τοῦ Προφήτη Ἠλία, στόν Κόφινα κοντά στά Λιβαδάκια, στόν Ἄϊ Θανάση στό ρέμα τῆς Μηλιᾶς καί στήν Κουτσουρέρα πάνω ἀπό τήν Ἁγία Θυμιά. Τά παλληκάρια συγκεντρώθηκαν ἔξω ἀπό τήν πόλη σέ τρία τμήματα. Τό ἀριστερό διοικοῦσε ὁ Γκούρας, τό δεξιό ὁ Παπαντριᾶς καί ὁ Θανάσης Μανίκας καί τό μεσαῖο ὁ Πανουργιᾶς.

Οἱ Γαλαξειδιῶτες ἔφεραν ψιλά ὅπλα, πολεμοφόδια καί μικρά κανόνια ἀπό τά καράβια τους. Ἀνάμεσά τους διακρινόταν ὁ Ἰωάννης Καραλίβανος, ἀξιωματικός γιά πολλά χρόνια στά τούρκικα πλοῖα, καί οἱ γενναῖοι ὁπλαρχηγοί Γιάννης καί Νικολάκης Μητρόπουλος. Ἡ ἐπίθεση, ἄρτια ὀργανωμένη, κράτησε τέσσερεις ὧρες. Καθώς οἱ Τοῦρκοι ὑποχωροῦσαν γιά νά κλειστοῦν στό κάστρο, ἕνας σκοπευτής τους, ὀχυρωμένος στά τούρκικα λουτρά (χαμάμ) πυροβόλησε καί τό βόλι βρῆκε τόν ἄτυχο Σταμάτη Τράκα στό μέτωπο. Ἦταν ὁ πρῶτος νεκρός στήν πρώτη ἐπίσημη μάχη τῆς ἐπαναστατημένης Ρούμελης. Ὁ πατέρας του Θεόδωρος Τράκας, βλέποντας νεκρό τό παιδί του, ἔσφιξε τήν καρδιά καί εἶπε στούς στρατιῶτες: “Γάμος χωρίς σφαχτά δέν γίνεται”. Οἱ ἐλάχιστοι Τουρκαλβανοί πού ξέμειναν στήν πόλη παραδόθηκαν καί βρῆκαν μαρτυρικό θάνατο. Ὡστόσο, οἱ Σαλωνίτες ἔκρυψαν γιά πολλές ἡμέρες μέσα σέ κάδους καί πιθάρια μερικές τουρκικές οἰκογένειες μέ τίς ὁποῖες συνδέονταν φιλικά.

Στήν οἰκία τοῦ Ἀναγνώστη Κεχαγιά ὑψώθηκε τό λάβαρο τῆς ἐπαναστάσεως. Ἀμέσως συγκροτήθηκε Ἑλληνική Διοίκηση. Τήν ἀποτελοῦσαν οἱ Ἀναγνώστης Κεχαγιάς, Ἀναγνώστης Γιαγτζής, Ρήγας Κοντορήγας, Γιωργάκης Παπαηλιόπουλος, Ἠλίας Κόκκαλης, Εὐστάθιος Μαρκίδης ἤ Μαρκόπουλος, Δεστερλής, Βασίλειος Χαντζάρας, Εὐθύμιος Κρανάκης, Παπαϊωάννης Οἰκονόμος καί Χαρίτος μέ πρόεδρο τόν ἐπίσκοπο Σαλώνων Ἠσαΐα.

Τήν ἴδια ἡμέρα ἄρχισε ἡ πολιορκία τοῦ κάστρου. Τά μπρούτζινα γαλαξειδιώτικα κανόνια στήθηκαν στό σπίτι τοῦ Στράγκα, πού βρισκόταν στό ἄκρο τῆς πόλης. Μέ τούς πρώτους πυροβολισμούς σκοτώθηκαν μία γυναίκα καί δύο παιδιά καί καταστράφηκαν δύο φορτώματα ἄλευρα τῶν Τούρκων. Καθώς ὅμως, οἱ ὑπόλοιποι πυροβολισμοί πήγαιναν χαμένοι, τά κανόνια μεταφέρθηκαν στά μνήματα, πάνω ἀπό τήν συνοικία Χάρμαινα, κοντά στό στρατηγεῖο τοῦ Πανουργιᾶ.

Οἱ Τοῦρκοι ἀρνοῦνταν νά παραδοθοῦν, ἐλπίζοντας σέ ἐνισχύσεις ἀπό Εὔβοια καί Λαμία. Ὁ Πανουργιᾶς κάλεσε τούς ὁπλαρχηγούς σέ συμβούλιο, ἀλλά καμία πρόταση δέν φαινόταν ἀρκετά καλή, μέχρι πού πῆρε τό λόγο ὁ Καραπλής. Ζήτησε μαραγκούς, σανίδια καί πάτερα. Ἦταν πρωταπριλιά, παραμονή τοῦ Λαζάρου. Στό χῶρο κάτω ἀπό τά πηγάδια, ὁ Καραπλής κατασκεύασε σκαλωσιά καί ἀνέβηκε μαζί μέ 30 παλληκάρια, γκρεμίζοντας τήν στό τέλος. “Πῶς θά γυρίσουμε πίσω;” ρώτησε κάποιος. “Ἐδῶ ἤρθαμε γιά νά νικήσουμε ἤ νά σκοτωθοῦμε”, ἀπάντησε ὁ Καραπλής.

Οἱ Ἕλληνες κατέλαβαν τίς πηγές τοῦ νεροῦ καί οἱ ἐχθροί περιῆλθαν σέ δεινή θέση. Ἡ ἀπόπειρά τους νά τίς καταλάβουν ἔληξε ἄδοξα μέ δεκατρεῖς Τούρκους νεκρούς, ἀνάμεσά τους καί τόν ξακουστό Τοῦρκο Χάϊτα. Μή μπορώντας ἄλλο νά ἀντέξουν τή δίψα, οἱ Τοῦρκοι ἔστειλαν τούς μπέηδες νά διαπραγματευτοῦν. Ὁ Πανουργιᾶς τούς ὑποσχέθηκε ἀσφάλεια ζωῆς, τιμῆς καί περιουσίας. Στίς 10 Ἀπριλίου 1821, ἀνήμερα τῆς Λαμπρῆς, ἄνοιξε ἡ πύλη τοῦ κάστρου καί οἱ Τοῦρκοι ἄρχισαν νά βγαίνουν παραδίδοντας τά ὅπλα στόν Πανουργιᾶ, μετά ἀπό δεκατρεῖς ἡμέρες πολιορκίας. Παρά τήν συνθήκη πολλοί Τοῦρκοι δολοφονήθηκαν ἄγρια ἀπό τούς ἐξαγριωμένους Ἕλληνες.

Ἡ κήρυξη τῆς ἐπανάστασης στά Σάλωνα καί ἡ κατάληψη τοῦ κάστρου τῆς πόλης ἔπαιξαν ἀποφασιστικό ρόλο στή μετέπειτα ἐξέλιξη τοῦ Ἀγῶνα. Οἱ Ἕλληνες ὁπλίστηκαν μέ 600 ὅπλα καί ἑκατοντάδες γιαταγάνια ἀπό τούς Τούρκους. Ὁ Παπαηλιόπουλος ἀνέλαβε τό ταμεῖο τῆς ἐπαναστατημένης ἐπαρχίας, φροντίζοντας νά βοηθήσει καί τίς γειτονικές ἐπαρχίες Λιδωρίκι, Ὑπάτη, Καρπενήσι, Ἀταλάντη, Λιβαδειά.

Ὁ ἀρματολός Δῆμος Σκαλτσᾶς καταγόταν ἀπό τήν Ἀρτοτίνα, καί φημιζόταν γιά τή γενναιότητά του, ἐνῶ ἔχαιρε τῆς ἐκτιμήσεως τῶν ὑπόλοιπων ὁπλαρχηγῶν. Εἶχε ὑπηρετήσει καί αὐτός στόν Ἀλή πασά καί τόν εἶχε καταδιώξει γιά νά τόν θανατώσει ὁ φοβερός Μπεχλιβάν ἤ Μπαμπά πασάς, χωρίς εὐτυχῶς νά τά καταφέρει. Στίς 28 Μαρτίου 1821, ὁ Σκαλτσᾶς, ἀμέσως μόλις ἔμαθε γιά τήν μάχη τῆς Ἄμφισσας, συνεννοήθηκε μέ τόν Ἀναγνώστη Λιδωρίκη καί τόν πάπα Γιώργη Πολίτη καί ὕψωσε τήν ἐπαναστατική σημαία. Στή συνέχεια μπῆκε στό Λιδωρίκι, ὅπου οἱ Τοῦρκοι παραδόθηκαν χωρίς ἀντίσταση. Ἀντίθετα, στό γειτονικό Μαλανδρίνο, ὁ ὑπαρχηγός τοῦ Σκαλτσᾶ, Θεόδωρος Χαλβατζής, συνάντησε πεισματική ἀντίσταση. Τελικά τό Μαλανδρίνο ἔπεσε στίς 30 Μαρτίου 1821.

Βορειότερα, ὁ Δυοβουνιώτης προήλασε πρός τή Μενδενίτσα καί τό Τουρκοχώρι τῆς Ἐλάτειας, ὅπου κήρυξε τήν ἐπανάσταση καί κυρίεψε τό βυζαντινό κάστρο τῆς Βοδονίτσας (18 Ἀπριλίου 1821). Ὁ Πανουργιᾶς, μαζί μέ τόν ἐπίσκοπο Ἠσαΐα, κινήθηκαν μέσω Γραβιᾶς, πρός τή Μονή Δαμάστας καί ἀπό ἐκεῖ στό χωριό Μουσταφάμπεη (Ἡράκλεια) τό ὁποῖο καί κατέλαβαν στίς 20 Ἀπριλίου 1821.

«Μαθών καί ὁ ὁπλαρχηγός τῶν ἐπαρχιῶν Ζητουνίου (Λαμίας), Βοδωνίτσης (Μενδενίτσας) καί Τουρκοχωρίου, Γιάννης Δυοβουνιώτης, ὅσα ἐπράχθησαν κατά τάς ἄλλας ἐπαρχίας καί ἔχων 80 συντρόφους ἐστρατολόγησεν ἄλλους 500 ἐκ τῶν κατοίκων τῶν ὑπό τά ὅπλα του ἐπαρχιῶν, ὕψωσε τῆς ἐπαναστάσεως τήν σημαίαν, ἄν καί ὁ υἱός του ἦτον ὑποχείριος του Ἀλῆ, καί τήν 8ην Ἀπριλίου 1821 ἐπολιόρκησεν τό φρούριο τῆς Βοδωνίτσης, ὅπου ἐκλείσθησαν αἱ ἐν αὐτῇ 70 τουρκικαί οἰκογένειαι.

Τήν αὐτήν ἡμέραν ἦλθεν εἰς ἐπικουρίαν καί ὁ Κόμνας Τράκας, σταλείς παρά τοῦ Πανουργιᾶ μετά διακοσίων καί ὁ Διάκος μετά τῶν περί αὐτόν καί ὤρμησαν ὅλοι ἐπί τό φρούριον, ὅπερ ἄν καί μικρόν, δέν ἦτον ἁλώσιμον εἰμή διά τῆς πείνας ἤ τῆς δίψας ὡς κείμενον ἐπί δυνατῆς θέσεως, διά τοῦτο οἱ ρηθέντες ὁπλαρχηγοί, ἀφήσαντες δύναμιν τινά εἰς διατήρησιν τῆς πολιορκίας, ἀνεχώρησαν εἰς Ζητούνι, καί τήν 10ην Ἀπριλίου, ἔφθασαν εἰς τήν ἐπί τοῦ Σπερχειοῦ γέφυραν, ὅπου δευτέρας σκέψεως γενομένης, ἀπεφάσισαν νά μή προχωρήσωσι πρός τό Ζητούνι, πρίν συνεννοηθῶσι καί μετά τοῦ ὁπλαρχηγοῦ τῆς ἐπαρχίας τοῦ Πατρατσικίου (Ὑπάτης) Μίτσου Κοντογιάννη, ἔχοντος καί δύναμιν ἱκανήν καί ἐπιρροήν.

Οἱ ὁπλαρχηγοί ἐκάλεσαν τότε τόν Κοντογιάννην εἰς συνεκστρατείαν, δέν τούς ἤκουσε, τόν ἐκάλεσαν καί ἐκ δευτέρου, οὐδέ καί τότε τούς ἤκουσε. Ἡ παρακοή του, ἀφορμήν ἔχουσαν τό κινδυνῶδες τοῦ ἐπιχειρήματος, δέν ἦταν ἄλογος, ἀλλά ἦτο παράκαιρος καί βλαπτική πρός τούς ἀποστατήσαντας λαούς καί πρός τούς συναδέλφους του ὁπλαρχηγούς, τόν ἐκάλεσαν καί ἐκ τρίτου, ἔστειλαν καί παραινέτας τόν Γεώργην Δεσποτόπουλον καί τούς ἀξιωματικούς του Διάκου, Καλύβαν καί Μπακογιάννην, ἄλλ’ ούτε αὐτοί τόν ἔπεισαν, ὥστε τό ἑλληνικόν στρατόπεδον ἐκάθητο ἀργόν ὀκτώ ἡμέρας.»

 

Αποσπάσματα από το τετράτομο έργο του Φωτίου Σταυρίδη “1821 – Η Απάντηση στην Τηλεόραση” 

Πηγή

Δεν υπάρχουν σχόλια: