Του Παναγιώτη Βούλγαρη
Τα σύννεφα είχαν απλωθεί βαριά στον ουρανό, χαμήλωσαν και κάλυψαν την πόλη με σταλαγματιές ζωής. Δυσκολεύομαι να δω καθαρά μέσα από αυτή την ηχηρή υποδοχή, είναι μια νέα πόλη που αποκαλύπτεται.
Το Ταξίδι ξετυλίγεται με μια κίνηση από τα βουνά καθώς αντικρίζω το ασημένιο πανόραμα που ξεχύνεται ως την θάλασσα, χαζεύω τις ελιές μέσα από το τζάμι του λεωφορείου, η ανυπομονησία μεγάλη για τον νέο τόπο. Το υλικό μου βρίσκεται παντού, ζωντανό, κατοικείται και δίνει ζωή, έχει υγρασία, περιμένει το νερό από ψηλά. Αν και έχω μεγαλώσει κάτω από τα κλαδιά τους, οι ελιές με καθηλώνουν καθώς απλώνονται παντού, η φθορά του χρόνου μοιάζει να μη ξεσπά ποτέ πάνω τους, έφθασα στην πόλη, με κρότο οι ουρανοί ανοίγουν.
Η ‘Άμφισσα αποτελείται από δυο πόλεις, και οι δύο μισές. Η μία ανάλαφρη, αόριστη και νέα εξαπλώνεται στην κοιλάδα χωρίς ακόμη να έχει οριστεί. Η άλλη σταθερή, σκαρφαλώνει στον βράχο του κάστρου, αναδύει έναν μυστικισμό, μοιάζει ολοκληρωμένη αλλά όχι νεκρή. Ο χρόνος απτός πάνω της γράφει ακόμη ιστορίες, ένα ανθρώπινο άγγιγμα στο βουνό.
Περπατώντας μετά την βροχή εντυπωσιάζομαι από τα πολλά παλιά σπίτια διαφόρων εποχών και τύπων, τις πλατείες και τις εκκλησίες, την αγιογραφία του Παπαλουκά στην Μητρόπολη, το κενό της φυλακής. Η διαγώνια κλίμακα για τον Άγιο Νικόλαο συμπληρώνει την ανεπάρκεια, νοηματοδοτεί μια ανάβαση. Μπορείς να ξέρεις που αυτή τελειώνει;
Εξερευνώντας το Κάστρο, περνώ την πανάρχαια πύλη και καθηλώνομαι από το δυνατό φως που στέλνει ο Ελαιώνας. Αγγίζω στρώματα χρόνου σε ερείπια παρατημένα, αγγίζω δημιουργία και καταστροφή, τις ανθρώπινες ανάσες που κάποτε υπήρξαν εκεί. Στην άκρη της πόλης οι άνθρωποι άφησαν το ισχνό αποτύπωμά τους να μετρηθεί με τα τείχη του Βουνού. Βελάσματα ζώων κάπου χαμηλότερα, ένα μαντρί, έργο τέχνης με ευτελή υλικά.
Κάτω από τον πλάτανο στα Ταμπάκικα λιγοστοί ηλικιωμένοι κουβεντιάζουν σε μια μάταιη προσπάθεια να ριζώσουν δίπλα του. Το νερό κυλά σε μικρά αυλάκια, απαλός ήχος κίνησης σε έναν τόπο ακινησίας, μυρωδιά δέρματος. Ο ήλιος έρχεται σύντομα να φωτίσει τα απομεινάρια μια παλιάς, τραχιάς και έντονης δραστηριότητας, η ροή λαμπυρίζει καθώς διαπερνά τις πέτρες. Ο μόχθος των ανθρώπων και μια ανείπωτη ομορφιά φανερώνεται ακόμη και σήμερα στις τετράγωνες οπές των πέτρινων κτηρίων. Το δέρμα απλωμένο. Ο χάρτης της πόλης χαράσσεται πάνω του, λίγες αφημένες πέτρες, νερό και λάδι να το διατρέχουν. Κάπως έτσι τον σκέφτομαι καθώς περιδιαβαίνω τα σοκάκια, βλέπω τα σημάδια, τις ανταλλαγές. Τα δέρματα έφευγαν για τις μεγάλες πόλεις, ακολούθησαν και οι άνθρωποι, τα ελκυστικά λείψανα σηματοδοτούν μια μεταβολή. Κάτι προστάτεψε αυτή την πόλη από το σήμερα, βασιλεύει μια ησυχία και μια αγνότητα, σε γεμίζει σαν καθαρό νερό.
Είναι η πόλη που ακουμπά στο βουνό και απλώνει τις ρίζες της στον ελαιώνα, είναι το φώς που την εξαϋλώνει καθώς την συναντά το βλέμμα από το εκκλησάκι του Σωτήρα, είναι οι αράχνες που υφαίνουν ιστούς στα ερειπωμένα εργαστήρια, το δέρμα που λιώνει, το λάδι που εξαγνίζει, το ασήμι στα μάτια των κατοίκων.
Είμαι εδώ για να αφήσω μια γραφή έκθετη στη Φύση, εκεί που ξεκινά το βουνό, ανάμεσα σε δύο κορμούς λίγο ψηλότερα από την πόλη, να είναι η πόλη…
Οι φωτογραφίες από τα ταμπάκικα είναι του Παναγιώτη Βούλγαρη
1 σχόλιο:
πολυ ενδιαφερουσα γραφή..
Δημοσίευση σχολίου