Ο Τάκης Παυλοστάθης (Άμφισσα 1946-1999), εξέχουσα μορφή της ποίησής μας από τη μεταπολίτευση και εξής, έδωσε μόνο δύο βιβλία όσο ζούσε (1974 και 1993) και λιγοστά σκόρπια δημοσιεύματα, που ήταν όμως αρκετά για να του εξασφαλίσουν θερμούς φίλους και θαυμαστές. Αν και ολιγογράφος εκ φύσεως και εν πεποιθήσεως, άφησε ωστόσο έναν πολύ μεγαλύτερο όγκο ευσυνείδητης από την αρχή, αλλά και και ώριμης παραγωγής που συγκεντρώνεται στον παρόντα τόμο μερίμνη του Δήμου Άμφισσας -της ιδιαίτερης πατρίδας του- και που ανασηματοδοτεί τον ρόλο του στις πνευματικές ζυμώσεις, τις αναζητήσεις και τους προσανατολισμούς της χώρας μας κατά τις τελευταίες δεκαετίες.
Ο Τάκης Παυλοστάθης, ήταν για τον ποιητή Δημήτρη Αρμάου, «ένας σεμνός από ακοίμητη κριτική και αυτοκριτική διάθεση, από ισχυρή αίσθηση του περιττού και του γελοίου• ήταν κοινωνικά σκεπτικιστής και σε μια αδιάκοπη άμυνα έναντι οιασδήποτε "πολιτικής" παραμυθίας, προσηλωμένος σταθερά σε όσες αξίες βασάνισε πριν θέσει υπό έλεγχο και υιοθετήσει, μα κι άλλο τόσο ανοιχτός αντίκρυ σε κάθε νεωτερισμό στη ζωή και την τέχνη. Ήταν γλωσσικά και τεχνοτροπικά ανεξίθρησκος, διατρέχοντας όλη την κλίμακα του σεβασμού μπροστά στη γλώσσα και τη μαστορική, από τιμητής έως προκλητικά αδιάφορος. Εχθρός κάθε ζηλωτισμού αβέβαιης έδρασης, παραδειγματικά ανεξάρτητος. Και ταυτόχρονα, ένας λεπτός παρατηρητής του ζην και λάτρης της συμμετοχής, παθιασμένος με τη μετάγγιση του βιώματος, ει δυνατόν εν θερμώ στα προσωπικά του γραπτά, μακριά από κάθε κομφορμισμό και ψυχική μειοδοσία».
Σπάνιος άνθρωπος των γραμμάτων, λοιπόν, αν και, όπως υπογραμμίζει ο Γιάννης Πατίλης, ο Παυλοστάθης δεν ζούσε σαν αυτό που σημαίνει σήμερα η φράση. «Σήμερα, "άνθρωπος των γραμμάτων" σημαίνει αυτόν που ασχολείται πρωτίστως με το περί-κείμενο. Δηλαδή με την αγορά. Ο Τάκης ήταν η σπάνια περίπτωση ανθρώπου που ζούσε στους αντίποδές της. Ζούσε πυρετωδώς στην εργώδη μοναξιά της αναζήτησης ενός δυσεύρετου και διαρκώς προβληματικού περιεχομένου: στο νόημα του κόσμου, στην ύπαρξη, στην τέχνη, στην πολιτική, και όσο περνούσαν τα χρόνια, στις προσωπικές σχέσεις. Δεν πιστεύω πως ήταν αφιλόδοξος, το αντίθετο. Τον πλήγωνε, όμως, απεριόριστα, η πληβειακότητα αυτών που μοχθούν «για ν' ανεβούν». Το ήθος του, κάποτε ειρωνικά απέναντι στις πάσης φύσεως ευκολίες και βεβαιότητες αυτών που τον πρωτοπλησίαζαν, ήταν πρωτίστως αριστοκρατικό. Ας μου επιτραπεί να πιστεύω πως αυτό το αριστοκρατικό ήθος δεν ήταν ούτε επιλογή ούτε προήλθε μόνον εξ αντιδράσεως. Υπήρξε το θερμικό ξετύλιγμα της φύσης του. Όχι λοιπόν "άνθρωπος των γραμμάτων", αλλά αριστοκράτης του πνεύματος».
Ο Τάκης παρέμεινε πάντα μοναχικός και απόμακρος, σε συνειδητό αυτοεγκλεισμό σύμφωνο με τα υψηλά του κριτήρια με τα οποία αξιολογούσε κάθε δημόσια παρουσία. Η δική του δημόσια παρουσία υπήρξε ελάχιστη πλην όμως διακριτή. Δύο ποιητικές συλλογές, λίγα πεζά και μερικές βιβλιοκρισίες δημοσιευμένα σε περιοδικά ύστερα από έντονες παρακινήσεις φίλων. Το ελάχιστο που είναι όμως ήδη πολύ.
Χρονογράφημα
--…Πάμε να περπατήσουμε, κάπου θα βρούμε να περπατήσουμε.
-- Τόπο θα βρούμε;
-- Στο χώρο, δεν πειράζει, ας βαδίσουμε στο χώρο τον απρόσωπο…
Η ποίηση είναι μια επικίνδυνη ανατρεπτική τέχνη
"Ο ποιητής Τάκης Παυλοστάθης (1946 – 1999) σε μια συνέντευξη του είχε πει «Αν ένα κομμάτι δάσους γίνει οικόπεδο, τότε τη θέση της φύσης, των πραγμάτων, έχει καταλάβει η πραγματικότητα. Αν στο οικόπεδο αυτό χτιστεί ένα βενζινάδικο ή εργοστάσιο, τότε έχουμε ακόμα περισσότερη πραγματικότητα … Η οποία δεν επεκτείνεται μόνο στον εξωτερικό μας κόσμο αλλά φοβάμαι και προς τα μέσα, εντός μας, κλέβοντας κάτι από την πνευματικότητα και την ψυχή μας – γινόμαστε όλο και πιο “ρεαλιστές”». Αυτή τη βαθύτατα πολιτική παρατήρηση μόνο ένας ποιητής μπορούσε να την κάνει.
Αν κανείς συνεχίσει τη σκέψη του και κάνει έναν οικισμό γύρω από το εργοστάσιο, μετά ένα σόπινγκ σέντερ, ύστερα ένα σκυλάδικο ή ένα στριπτιζάδικο με σκλάβες από τις ανατολικές χώρες, που θα είναι το δημοφιλές πρόγραμμα της τοπικής τηλεόρασης, τότε το δάσος δεν θα χαθεί μονάχα σαν οικοσύστημα, αλλά και σαν ψυχισμός μας. Θα γίνουμε όλοι ρεαλιστές.
Όλα ξεκινούν από κάποιες συναντήσεις στο Λύκειο, δηλαδή στις τελευταίες τάξεις του παλιού τύπου Γυμνασίου, όταν κάποια παιδιά με ανησυχίες συναντηθούν και αρχίσουν να μιλούν «εκτός διδακτέας ύλης». Συνήθως υπάρχει και κάποιος καλός φιλόλογος που ξέρει να βοηθήσει τους μαθητές του. Αργότερα φοιτητές συναντιούνται με άλλους και σκαρώνουν ένα περιοδικό που βγάζει κάποια τεύχη μέχρι να διαλυθεί η ομάδα όταν κληθούν να υπηρετήσουν στον στρατό. Αργότερα μερικοί απ’ αυτούς προσαρμόζονται στην πραγματικότητα, γίνονται «ρεαλιστές» με εισοδήματα από καλά πόστα και με τη σωστή πολιτική ταυτότητα που αναγράφει με κεφαλαία το θρήσκευμά τους. Άλλοι συνεχίζουν να ζουν την ουτοπία τους, που είναι γι’ αυτούς μια ευτοπία, αναζητούν τη χαμένη ψυχή του δάσους που είναι η δική τους. Με μια λέξη. Δεν θέλουν να ζήσουν άψυχοι. Και αυτός ο δρόμος είναι δύσκολος και συχνά μοναχικός. Εξορίζονται από την πραγματικότητα γιατί αυτή είναι εικονική.
Ο Παυλοστάθης, παρά τις καλές σπουδές του, εδώ και στην Αγγλία, που θα του εξασφάλιζαν μια άνετη καριέρα στην αγορά εργασίας, προτίμησε να βγει εκτός αγοράς. Λες και είχε καταλάβει από πολύ νωρίς πως η ζωή είναι λίγη και γίνεται φούσκα όταν την παίζεις στο χρηματιστήριο της πραγματικότητας. Γράφει σε ένα ποίημά του : «Λιγότερη ζωή – Ναι αλλά και μια στιγμή περισσότερη». Και είναι αυτό που κερδίζουν οι ποιητές στην εξορία τους. Τον χαμένο χρόνο.
Η ποίηση είναι μια επικίνδυνη ανατρεπτική τέχνη. Γι’ αυτό και οι ποιητές εξορίζονται υπό διωγμό. Για τον Καρούζο δεν βρέθηκε ένα κομμάτι ψωμί όσο ζούσε. Ο Ασλάνογλου πέθανε Αύγουστο, όταν όλοι έλειπαν σε διακοπές και έγινε είδηση τον Σεπτέμβριο. Για τον Παυλοστάθη ο θάνατος του δεν έγινε είδηση. Κι όμως αυτοί επιμένουν να υπάρχουν. Δεν έχει τίποτα το ηρωικό αυτό που κάνουν, ούτε προφασίζονται ότι θυσιάζονται για το καλό μας. Η εμφάνισή τους μαρτυρεί μιαν εγκατάλειψη, μοιάζουν σαν να μην ανήκουν σ’ αυτόν τον κόσμο. Και όμως είναι αυτοί που ανακαλύπτουν για μας τον κόσμο."
Περικλής Κοροβέσης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου