

Η γλώσσα – λόγος
Η γλώσσα μου
ρυθμικά ξεμετρά
τις αχάτινες χάντρες
του λόγου
Συγχωρεί και πονά
μες στην άστατη ουγιά
του τόνου
Αρμυρή σαν νοτιάς
σαρακώνει το νεύρο
στα πάθη.
και βροντή πιστολιάς
σημαδεύει του χρόνου
τα λάθη.
Φυτρωμένη σπορά
πυρανθίζει καιόμενη
βάτο.
Γινωμένη σοδειά,
τρυγητός, για φτωχό
Και χορτάτο.
Το μοναστήρι του Σωτήρος Χριστού
(στο Γαλαξείδι)
Μη πεις σιγή, ακύμαντη ανυπαρξία
του μοναστηριού τ’ ονειροπόλημα
Μη πεις απραξία, ότι πανάγιο
ευλόγησε ρυθμό στο Λόγο
ότι αγιογράφησε βυζαντινά το πνεύμα
ότι αντιπάλεψε την σιωπή.
Το μοναστήρι του Σωτήρος, ζει.
Μούσκουλα γερά οι πέτρες, άντεξαν.
Τι αντίφαση κυλά, στις αορτές της η Ιστορία.
Ζει, προσδοκά, προσεύχεται
Γαλαξειδιώτικα κονάκια, πλέκει κομποσκοίνι.
Σα δεν δακρύζει η πηγή, μην πιεις,
μάζεψε αγιασμό απ’ των Αγίων τα μάτια
αγναντεύουν των Αγαρηνών τα πλιάτσικα
περιμένουν «Φως ιλαρών»
ν’ ανάψουν Κομνηνοί.
Κέλευσον να ηχήσει το σήμαντρο,
κι οι Βουλγαροκτόνοι μπρατσέρες ν’ αρματώσουν
«Παντάνασσες», «Ρήγισσες», σμιχτοφρυδούσες,
βαρυφόρτωτες, μέρες καλές.
Αν προσευχές απόστασαν στ’ αγνάντεμα,
αποσταμό δεν ξέρει η Ελλάδα.
Οι καθρέπτες
Σιωπηλοί Καθρέφτες.
Δεν απολογούνται ποτέ
γιατί μια αλυσίδα Αιώνων
ακολουθώντας των Κόσμων
το κατρακύλημα,
κοιμούνται αποσταμένοι
στα κρυστάλλινα σπλάχνα τους.
Καθρέφτες, αντί για βλέμμα βγάζουν εκτός,
ψυχρή αντανάκλαση
κι όμως κατανοούν όσα αγνοώ,
μένουν ορθοί σαν γονατίζω,
καταγράφουν όσους με είδαν
αδύναμη να πέφτω
και προσπέρασαν αδιάφοροι.
Γεγονότα που συνταράζουν.
Απελπισίες από ανεκπλήρωτα όνειρα,
τα ζουν, όσο θα ζω.
Ζουν την ένταση από τα νιάτα
με τρελά γλέντια
και πικρά δάκρυα.
Ζουν με τα γηρατειά, καθρεφτίζοντας
μια ύστερα από την άλλη
τις βαθιά χαραγμένες ρυτίδες,
στην ψυχή και στο πρόσωπο.
Ασπρίζουν αισθαντικά
το γεροντικό γκριζάρισμα του κεφαλιού
που άσκυφτο πέρασε θεομηνίες.
Ασάλευτοι καθρέφτες περίτεχνοι,
πάνω στους βουβούς τοίχους,
ύστερ' από τη φυγή μου,
για πολύ καιρό στη γυάλινη ψυχή σας
θ' ανασαίνουν ειρμοί από τη σκέψη μου
κι ένας απόηχος από τα γέλια,
όταν κάποιο πρωί Σεπτέμβρη
κίνησα για τη Σπορά της Γνώσης
με το σακούλι αδειανό από σπόρους.
Καθρέφτες, σας ζητώ...
τώρα ενώπιον Σοδειάς
με σταχωμένες τις ρυτίδες,
τώρα, που δειλά τη Θύρα μου
ανοίγω στους Κιθαρωδούς της Χειμωνιάς,
φέρτε μου πίσω, μόνο για λίγο,
το πρόσωπο που φορούσα τότε,
όταν Αυλητρίδες της Ανοιξης,
με γέλια καλωσόριζα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου