Σελίδες

Κυριακή 31 Μαΐου 2015

Δημήτρης Αρμάος

Ο Δημήτρης Αρμάος γεννήθηκε στην Άμφισσα το 1959 και απεβίωσε στην Αθήνα το 2015. Είχε σπουδάσει Φιλολογία και εργαζόταν ως καθηγητής Μέσης Εκπαίδευσης αλλά και ως επιμελητής εκδόσεων. Είχε δημοσιεύσει τα Ποιήματα Ι και ΙΙ (1979 και 1984), καθώς και ανάτυπα ποιητικών εργασιών (Μητρόπολη, 1989· Ηθογραφία, 1997·Μυθολόγημα, 2000· Ανάστημα Ορθίου & Καλένδες, 2001), έργα για τη διδασκαλία και τη διδακτική της λογοτεχνίας (με το φ.ψ. Δ. Πτολεμαίου: Κείμενα Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, συνεργ. Ζ.Κ. Μπέλλα, 4 ττ., 1982-83· συνεργ. Στη Νεοελληνική Λογοτεχνία για τις Κατευθύνσεις του Π.Ι., 1999· Ήθη Ερμηνευτικά, Ήθη Διδακτικά, 2002), μεταφράσεις (Ο Μπωντλαίρ, τα Άνθη του Κακού και το Ύψος του E. Auerbach, 1984· Χρόνος και Ιστορία του G. Agamben, 2003· Η Επιστολή στον Cangrande του Dante, 2004). Πρόσφατα κυκλοφόρησε κι ένας συγκεντρωτικός τόμος των ποιημάτων του από τις εκδόσεις Ύψιλον με τον τίτλο «Βίαιες εντυπώσεις των ετών 1975-2007».



Δημήτρης Αρμάος: Είναι τραυματικό να διαπιστώνεις ότι υπηρετείς μια τέχνη κοινωνικά αναποτελεσματική

Συνέντευξη στον Σταμάτη Μαυροειδη

«Βρήκα ό,τι γύρευα το πιο πολύ / Θέλει παράδοση / Που όλες τις άδειές μου υπερβαίνει», γράφει ένα τρίστιχο κάπου στις μέσα σελίδες των Βίαιων Εντυπώσεων. Και στη σύνοψη που κατατίθεται, ως προλόγισμα, στο βιβλίο διαφαίνεται ένας μελαγχολικός τόνος. Αν η επισήμανση είναι ορθή, πού εντοπίζεται «το πρόβλημα», κ. Αρμάο;

Το τρίστιχο που αναφέρετε έχει να κάνει με τις αντιστάσεις που προβάλλει κάθε άνθρωπος αλλοτριωμένος, λόγω βασικών βιοτικών του επιλογών, από τη βαθιά απόλαυση της μελέτης. Τη μελαγχολία του εισαγωγικού κειμένου τη γεννούν πολλές, όπως είδατε, αντινομίες, σε επίπεδο αξιών και πραγματώσεων. Αυτό είναι, ας πούμε, «το πρόβλημα».
Είναι τραυματικό να διαπιστώνεις ότι υπηρετείς μια τέχνη κοινωνικά αναποτελεσματική.

Τι εννοείτε με τη φράση ότι οι στίχοι σας «παραδίνονται όπως όλοι οι νικημένοι κατά κράτος»; Σημαίνει ότι η ποίησή δεν ευτυχεί στη συνάντησή της με το αναγνωστικό της κοινό ή κάτι περισσότερο;

Δεν αφορά μόνο στην ποίηση αυτό, και προφανώς όχι αποκλειστικά στη δική μου. Νομίζω πως έχει κιόλας επωαστεί ένας κόσμος που προβάλλει ανερυθρίαστα τις αξιώσεις του για έργα «μιας χρήσης», που δεν απαιτεί από τον εαυτό του κάτι παραπάνω από μια «θυμηδία επί τη εμφανίσει», κι αυτό ισοδυναμεί μάλλον με ήττα κάθε προηγούμενης αντίληψης για το άξιο να μας απασχολήσει, αποσπώντας μας κάπως, για λίγο ή για πολύ, από τη σπαρταριστή ζωή δίπλα μας. 

Σε μια παλιότερη συζήτηση είχατε πει ότι «η λογοτεχνία δοκιμάζεται στο άκουσμα…».  Ποιος ο λόγος, λοιπόν, να προχωρήσετε σε μια συγκεντρωτική έκδοση και, μάλιστα, ιδιαίτερα φροντισμένη ως προς την τυποτεχνική της μορφή;

Είναι μια σύμβαση η τυπωμένη μορφή της ποίησης. Μια ελκυστική σύμβαση. Δεν αναθεωρώ το παραμικρό από την τοποθέτηση που μνημονεύετε. Προχώρησα στην έκδοση του βιβλίου, όμως, επειδή οι προηγούμενες δημοσιεύσεις ήταν πλέον απρόσιτες σε όσους ενδιαφέρονταν (πιεστικούς φίλους, κυρίως) κι επειδή έκρινα ότι έκλεισε ένας συγκεκριμένος ορίζοντας προβληματισμών. 

Παρ’ ότι στη λεγόμενη «αγορά» δεν υπάρχει ζήτηση για ποίηση, εντούτοις παρατηρούμε μια πρωτοφανή έκρηξη του είδους, ιδιαίτερα μέσω του Διαδικτύου. Πώς εξηγείται κάτι τέτοιο;

Η λαμπρή τύχη της ποίησης στο Διαδίκτυο είναι μια παρηγοριά. Η ζήτησή της είναι περιορισμένη στις περισσότερες χώρες (όχι σε όλες), εξαιτίας των «νόμων» που δυναστεύουν το βιβλίο – ιδίως το καλό βιβλίο. Το είδος αναγνώστη που παράγουμε (και στη χώρα μας) είναι απαράσκευο απέναντι στην ποίηση και μπροστά στο απαιτητικό βιβλίο ο καταπονημένος μέσος άνθρωπος των ημερών εύλογα εμφανίζεται απρόθυμος για δαπάνες χρόνου, κόπου και χρημάτων. Αλλά οι δοκιμασίες αυξάνονται σε μια περίοδο διευρυμένης εγγραμματοσύνης. Άρα, οι εκδηλώσεις δυσανεξίας, όπως και η έκφραση ικανοποιήσεων, βρίσκουν διέξοδο και διά του λόγου, σε όλες τις μορφές του. Πράγμα, κατά την εκτίμησή μου, απειλητικό για τις εξουσιαστικές ολιγαρχίες. Κι ελπιδοφόρο.

Θεωρείτε ότι η λειτουργία της ποίησης σήμερα έχει κάποιο σοβαρό αντίκτυπο στο δημόσιο χώρο, κι αν όχι, τότε ποιος ο λόγος της δημόσιας κατάθεσής της;

Πράγματι, πιστεύω ότι η τέχνη, κι όχι μόνο η ποίηση, είναι κατά το πλείστον σήμερα κοινωνικά αποδυναμωμένη. Ξεφεύγουν κάποια είδη μουσικής, κινηματογράφου, βίντεο, γραφιστικής, φωτογραφίας κλπ. Κάποια είδη! Ίσως όχι το καλύτερο κομμάτι τους. Αλλά ο άνθρωπος αυτά τα μέσα έχει. Και δεν σταματά να ελπίζει ότι, αξιοποιώντας τα πεισμόνως, υπάρχει πιθανότητα να «κάνει πράγματα» μ’ αυτά.

Εσείς γιατί γράφετε κ. Αρμάο, ποιες είναι οι αγωνίες που θέλετε να μοιραστείτε με τους άλλους ομοτέχνους ή μη;

Αν και γνωρίζω πως το κοινό της ποίησης είναι κυρίως ποιητές, σπανίως απευθύνομαι σε ομοτέχνους. Έχω έναν συνομιλητή δίπλα μου (καμιά φορά και περισσότερους, όλους το ίδιο «επαρκείς», όσο φτάνει ο νους μου πάντα) και συνήθως συνεχίζω μια συζήτηση (σπάνια την ανοίγω) πάνω στα ηθικά ελλείμματα, το εύκολο προσπέρασμα καθόλου δεδομένων ευτυχημάτων, τον βιωματικό χρόνο, την αίσθηση της ευθύνης, τα πάθη, τους πόθους – όσα ζώνουν τους αρχαίους πυρήνες μέριμνας, ολάκερης της ανθρωπότητας. 

Και κάτι τελευταίο: σ’ ένα από τα πολλά «πολιτικά» ποιήματα της συλλογής, όπου καταδικάζετε μέχρι υπερβολής κάθε μορφή βίας, ο «ακτιβιστής του ταξικού πολέμου» τοποθετείται «ανάμεσα σε αυτόχειρα και σε φονιά» και χαρακτηρίζεται ως «το ανεξέλεγκτο στα φυλλοκάρδια της χιονοστιβάδας». Είναι μια εξαίρεση αυτό;

Είναι, με μισή καρδιά. Και με την απαραίτητη προϋπόθεση της πρώτης ιδιότητας: του αυτόχειρα. Ο αφηρωισμός (εν γένει ύποπτη πρακτική) σε τέτοιες περιπτώσεις, δυστυχώς, είναι αδιανόητος χωρίς το θάνατο.
Γι’ αυτό κι υπάρχει και ένα «Ελεγείο» για τον Χ. Τσουτσουβή.
Η καθολική αξία που υποστηρίζεται πάντως, είδατε, είναι καταδίκη κάθε μορφής πόνου και αφαίρεσης ζωής. Από ανωριμότητα και έλλειψη συλλογικότητας δεν αξιοποιούμε τις υπάρχουσες δυνατότητες βελτίωσης της ζωής μας με μέσα ειρηνικά.

Στους δρόμους της ποίησης επί τριάντα χρόνια

Της Τιτίκας Δημητρούλια

Φιλόλογος σε νυχτερινό σχολείο, ο Δημήτρης Αρμάος είναι γνωστός για τις φιλολογικές του επιμέλειες, για την επιμονή, την εμμονή του στη λεπτομέρεια, σ' αυτό που δεν φαίνεται αλλά κάνει τη διαφορά όταν διαβάζει κανείς ένα βιβλίο. Λόγιος και ευρυμαθής, αλλά και διανοούμενος που δεν διστάζει να παρέμβει στις διαμάχες του καιρού του, ορθολογιστής και μουσόληπτος, όπως επισημαίνει ο ίδιος στον πρόλογό του, ο Αρμάος καταθέτει στον εξαιρετικά φροντισμένο αυτό τόμο -τον οποίο κοσμούν και συμπληρώνουν λοξά τα σχέδια του Αλέξη Ταμπουρά- την ποιητική του διαδρομή, από το 1975 που ξεκινά να γράφει ώς το 2007, σχεδόν δηλαδή ώς σήμερα. Για την ακρίβεια παραδίδει τα ποιήματά του νικημένα κατά κράτος, όπως λέει. Πολλά από τα ποιήματα έχουν εκδοθεί, σε συλλογές, σε περιοδικά, άλλα είναι ανέκδοτα. Σκιαγραφούν μαζί μια αγωνία κι έναν αγώνα, ενός «αυτόχθονος του χώρου» που αναζητεί τις ρίζες του στα βάθη της γραφής όσο και της ψυχής, αλλά και του κοινωνικού πραγματικού και των αναπαραστάσεών του.
Πολύσημη η βία στα ποιήματά του. Των αισθημάτων, του παθιασμένου έρωτα, της απόλυτης παράδοσης, της εγκατάλειψης, του πόνου. Της αίσθησης της ματαιότητας, της θνητότητας, της νομοτέλειας σε έναν κόσμο που δεν τον κατοικεί πια ο Θεός αλλά δεν κερδίζει γι' αυτό την αιωνιότητα. Του πόνου που γεννά ο ίδιος ο άνθρωπος, της μάχης και του πολέμου. Της βίας της ποίησης που ανατέμνει το παρελθόν για να γεννήσει το μέλλον.
Γεγονότα και σχόλια
Η ποίηση του Αρμάου είναι κατακλυσμένη από μια βία που έχει κρυώσει για να γίνει ποίηση, η οποία επίσης μιλάει για την ποίηση, για τον εαυτό της, ευθέως και με παραβολές, με ιστορίες ποιητών, μεσαιωνικών και ρομαντικών, Ευρωπαίων και Ελλήνων, εστέτ, νεορομαντικών και μοντερνιστών. Ποίηση που σχολιάζει στη διάρκεια την ποίηση μέσα από τα λόγια των άλλων. Κάπου στην αρχή του τόμου υπάρχει ένα «Ποίημα-αντικείμενο»: στην πράξη, όλα του τα ποιήματα είναι γεγονότα-σχόλια-πάνω-άλλα-γεγονότα, συνομιλίες και διάλογοι ανοιχτοί και μυστικοί, λέξεις σοφά βαλμένες για να υποδηλώνουν μαζί με τον ρυθμό, με το ποιητικό είδος, με το στίχο την καταγωγή και την απόβλεψη. Από τον λυρισμό στο έπος και από το χάι-κου -που γίνεται χάι-κλου- στο πεζόμορφο ποίημα, από το παντούμ στα πολλά ελευθερόστιχα ποιήματα που εκμεταλλεύονται σοφά, κατά τα διδάγματα του Μαλλαρμέ που κάπου εμφανίζεται στο μεγάλο θέατρο της δημιουργίας που στήνει στον τόμο αυτό ο Αρμάος, τη γραφική διάταξη στη σελίδα, ο τόμος περιγράφει, λοιπόν, μέσα από τη βία της αναίρεσης, της καθαίρεσης, της απομυθοποίησης, την ανακήρυξη του ποιητικού λόγου σε ύψιστη πραγματικότητα.
Κι όμως η ποίηση αυτή, που κλείνει μέσα της τον Ελ Σιντ και τη Χιμένα, την Ελένη και την Πηνελόπη, τον Δάντη και τη Βεατρίκη, τον Σαίξπηρ και τους μεταφυσικούς, τον Τέννυσον και τους ρομαντικούς, τον Κάλβο και τη θαλασσινή του κραυγή, τον Σολωμό, τον Παπαδιαμάντη με την μαγική ναυν και την αμφιλάφεια του Βιζυηνού, τον Σεφέρη και τον Ρεμπώ, την κόμησσα ντε Νοάιγ και τη μετάφρασή της από τον Καρυωτάκη, τον Βοκκάκιο και τον Βιγιόν, τον Ρίλκε και τον Μέλβιλ, μια ποίηση απόλυτα διακειμενική και αυτοαναφορική, είναι μαζί και μια ποίηση βαθιά αναπαραστατική. Με γλώσσα που αρύεται τον πλούτο της από την ελληνική στη διαχρονία της και ποικίλλεται από τις ευρωπαϊκές δημώδεις, καταγράφει τον πόνο, την αγωνία του ανθρώπου μπροστά σε όσα τον αφορούν και όσα τον ξεπερνούνε - της τέχνης συμπεριλαμβανομένης.
Εναλλάσσοντας τα είδη και τα ύφη, με μια ειρωνεία πότε κρυμμένη και πότε φανερή, καβαφική στην βαθύτερη ουσία της, να τινάζει στον αέρα κάθε υποψία μελοδραματισμού και δραματοποίησης, παίζοντας με την έκταση, τη στροφική οργάνωση του στίχου, ο Αρμάος δημιουργεί μια πολυφωνία που αιφνιδιάζει και φτάνει ώς το μεδούλι των πραγμάτων, με τον τρόπο των ποιητών που «τους καίνε οι αστραπές», που «κανείς τους δεν ορέχθηκε πλούτο άλλο ρυθμούς και λέξεις / κανείς τους δεν ευτύχησε με τη νεκροφιλία της εξουσίας/ ή δεν αγνόησε το λυγμό που πρέπει να σωθεί». Ένας ρομαντισμός που φωτίζει παρηγορητικά τις αρχές ενός δύσκολου αιώνα.



Η ομιλούσα κεφαλή στην έξοδο του ορφικού μύθου

 



Από την ασύνορη λογοτεχνική τύχη του ορφικού μύθου το μελέτημα αυτό απομονώνει εκείνη του τελευταίου επεισοδίου. Η θαλασσοπορία της κεφαλής που τραγουδάει, μιλάει και προφητεύει αντιμετωπίστηκε με νέο ενδιαφέρον στους νεότερους χρόνους, όπως μπορούμε να διαπιστώσουμε παρακολουθώντας την, όχι μόνο στη λογοτεχνία, αλλά και στις καλές τέχνες. Τι αξιοποιήθηκε από τις παραδηλώσεις της αρχαίας αφήγησης και τι προστέθηκε; Έχουμε κάθε λόγο, ίσως, να πιστεύουμε ότι αναδείχτηκαν νέες παραστάσεις του συμβόλου, όχι όμως το μήνυμα της αρχαϊκής σκέψης σε όλο το βάθος και το εύρος.


Τι είναι εκείνο που κρατά την ανάμνηση των μύθων μέσα στο πέρασμα του χρόνου; Που παρασύρει στη λήθη ολόκληρες εποχές, πρόσωπα και καταστάσεις, αλήθειες και ψέματα ολόκληρων γενεών; Τι πιο συγκλονιστικό, μυθικά πρόσωπα που συνδέονται με σκοτεινούς πολλές φορές συμβολισμούς, να αντέχουν χιλιετίες ολόκληρες στη μνήμη της ανθρωπότητας, να υπάρχουν γύρω μας μέσα στην καθημερινότητά μας τόσο έντονα σα να πρόκειται για κοντινούς μας συγγενείς! Ο μύθος του Ορφέα, σύμφωνα με την ελληνική εκδοχή του, μας συνδέει με τις απαρχές της καλλιτεχνικής έκφρασης, μια και αναφέρεται στην τέχνη του τραγουδιού και της λύρας. Από το γένος της μητέρας του, ο Ορφέας συνδέεται με τη μουσική. Από τη μεριά του πατέρα κληρονομεί τη μυστική παράδοση, άρα τη θρησκεία.Αν και η ιστορία αυτή έχει τις ρίζες της στην αχλύ των μύθων, η παρουσία του Ορφέα σηματοδοτεί διαχρονικά την καλλιτεχνική υπόσταση. Ο Ορφέας, όνομα που προτιμούν αρκετοί με καλλιτεχνικές ανησυχίες για τα παιδιά τους, αλλά και πληθώρα ωδείων και μουσικών εκδοτικών οίκων, μοιάζει να συνεχίζει στο διηνεκές το μακρύ του ταξίδι στην ιστορία του πολιτισμού. Για αυτό και η παρούσα μελέτη του σημαντικού μας ποιητή και φιλόλογου Δημήτρη Αρμάου αποκτά τη δική της σημασία, μια και αποτελεί σημαντική συμβολή στη φιλολογική διερεύνηση όλων εκείνων των διαχρονικών συντελεστών που μεταφέρουν το συμβολικό φορτίο των μύθων στην καθημερινή ζωή. Η παρούσα μελέτη επικεντρώνει το ενδιαφέρον της σε ό,τι νεότερο έχουν να επιδείξουν οι πιο σύγχρονες τοποθετήσεις πάνω στο τελευταίο επεισόδιο της θαλασσοπορίας της ορφικής κεφαλής στις μεσογειακές ακτές, που τραγουδά, μιλά και προφητεύει... “
Ξενοφών Μπρουντζάκης
 

Βίαιες εντυπώσεις των ετών 1975-2007

 


Την ποιητική διαδρομή της τελευταίας τριακονταετίας του Δημήτρη Αρμάου αποτυπώνουν οι "Βίαιες εντυπώσεις των ετών 1975-2007" που μόλις κυκλοφόρησαν από τις εκδόσεις "Ύψιλον". "Βιβλίο στίχων" η έκδοση "Βίαιες εντυπώσεις" συγκεντρώνει 220 ποιήματα, στο μεγαλύτερο μέρος τους δημοσιευμένα αυτοτελώς ή σε περιοδικά, και με τις αναθεωρήσεις που σε αρκετές περιπτώσεις υπαγορεύει το πέρασμα του χρόνου, αναδεικνύοντας το ύφος και τον πυρήνα της ποιητικής του Αρμάου.
Μια ποίηση δηλαδή που θητεύει με συνέπεια στον μοντερνισμό συνομιλώντας διακριτικά ή και υπόκωφα με τον λυρισμό ή και την παραδοσιακή στιχουργία, και δεν αποποιείται τις συμβολές του υπερρεαλισμού και του εξπρεσιονισμού. Ωστόσο η γλώσσα του Αρμάου είναι εκεί να υποδεικνύει εκλεκτικές συγγένειες αλλά και την απόλυτη αμεροληψία της έναντι του παρελθόντος. Και κάπως έτσι "Μ' αυτό έρχεται το κρυφό μάτι των υποθέσεων που δε θέλει να πει/ Και τίποτα δε λέει να το όλο κι όλο/ Για τη ζωή όμως iam et nondum φτάνει κι ίσως-ίσως περισσεύει....".
Και λέει τα δέοντα και συνάμα ψυχωφελή για τον έρωτα, την απωλεσθείσα αθωότητα, το ακανθώδες της ανθρώπινης πορείας, των ιδεών, των διαψεύσεων. Έκδοση ενδεικτική της διαδρομής ενός ανθρώπου που θητεύει χρόνια όχι μόνο στα τοπία της ποίησης αλλά και στη διαδικασία δημιουργίας των βιβλίων ως επιμελητή εκδόσεων, και εμπλέκεται άμεσα με τον έντυπο λόγο αλλά και τα έργα πολυμέσων, η συλλογή "Βίαιες εντυπώσεις" αφήνει ένα γλυκό άρωμα εκδοτικής φροντίδας και αισθητικής το οποίο έρχεται να επικυρώσει τόσο η προμετωπίδα όσο και τα δώδεκα σχέδια του Αλέξη Ταμπουρά.

(δημοσίευση στην εφημερίδα "Αυγή" στις 18/09/2009)



Φονικό

Ως ήμαστε με βαρετό σκυμμένο άδειο κεφάλι
Μες στην καρδιά μας άναβε πράσινη περιστέρα
Μας είδε απ’ το κατάστρωμα κάποιος με κανοκιάλι
Μα το λεπίδι πρόφταξε κανείς δεν το καρτέρα
Μες στην καρδιά μας άναβε πράσινη περιστέρα
Οι περουζέδες περισσοί και τα ρουμπίνια κρίνοι
Μα το λεπίδι πρόφταξε κανείς δεν το καρτέρα
Ήσκιος περνούσε χάροντα που χνάρι δεν αφήνει
Οι περουζέδες περισσοί και τα ρουμπίνια κρίνοι
Με τι κοντύλι σβήστηκεν η θέση μας στο χάρτη;
Ήσκιος περνούσε χάροντα που χνάρι δεν αφήνει
Ξέραμε και ρωτιόμασταν πώς θα ’ρτει πότε θα ’ρτει
Με τι κοντύλι σβήστηκεν η θέση μας στο χάρτη
Κοπήκαμε απ’ τις ρίζες μας σα θλιβερά τραγούδια
Ξέραμε και ρωτιόμασταν πώς θα ’ρτει πότε θα ’ρτει
Η μέρα που οι παλιοί καρποί θα ρέψουν με τα φλούδια
Κοπήκαμε απ’ τις ρίζες μας σα θλιβερά τραγούδια
Που νοσταλγοί ψελλίζουνε παράφωνα ενώ θάλλει
Η μέρα που οι παλιοί καρποί θα ρέψουν με τα φλούδια
Ως ήμαστε με βαρετό σκυμμένο άδειο κεφάλι.



Νέοι ήχοι στο παμπάλαιο νερό


Ως είμαστε με βαρετό σκυμμένο άδειο κεφάλι
μες στην καρδιά μας άναβε πράσινη περιστέρα.
Μας είδε απ’ το κατάστρωμα κάποιος με κανοκυάλι,
μα το λεπίδι πρόφταξε· κανείς δεν το καρτέρα.
Μες στην καρδιά μας άναβε πράσινη περιστέρα:
Οι περουζέδες περισσοί και τα ρουμπίνια κρίνοι,
μα το λεπίδι πρόφταξε· κανείς δεν το καρτέρα.
Ίσκιος περνούσε χάροντα που χνάρι δεν αφήνει.

Οι περουζέδες περισσοί και τα ρουμπίνια κρίνοι. . .
Με τί κοντύλι σβήστηκεν η θέση μας στο χάρτη;
Ίσκιος περνούσε χάροντα που χνάρι δεν αφήνει.
Ξέραμε. . . Και ρωτιούμασταν πώς θά ’ρτει, πότε θά ’ρτει…

Με τί κοντύλι σβήστηκεν η θέση μας στο χάρτη. . .
Κοπήκαμε απ’ τη ρίζα μας σα θλιβερά τραγούδια. . .
Ξέραμε. . . Και ρωτιούμασταν πώς θά ’ρτει, πότε θά ’ρτει
η μέρα που οι παλιοί καρποί θα πεταχτούν σα φλούδια.

Κοπήκαμε απ’ τη ρίζα μας σα θλιβερά τραγούδια
που οι νοσταλγοί ψελίζουνε παράφωνα ενώ θάλλει
η μέρα που οι παλιοί καρποί θα πεταχτούν σα φλούδια
ως είμαστε με βαρετό σκυμμένο άδειο κεφάλι.



Έκβαση

Τι ιστορία κι αυτή!
Κει που κρατούσα τον χιτώνα μου ανοιχτό
Για νά' βρει καταφύγιο η καταιγίδα
Φύσηξε ένα αεράκι
Που δεν το νιώσανε ούτε οι ρίζες των μαλλιών.

Δεν υπάρχουν σχόλια: