Σελίδες

Παρασκευή 23 Οκτωβρίου 2020

ΟΙΚΙΑ ΧΡΥΣΑΦΟΥΛΑΣ & ΚΩΝΣΤΑΝΤΊΝΟΥ ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ

Στην οδό Αρείου Πάγου στην Άμφισσα, στον αριθμό 9, υπάρχει σήμερα το σπίτι (ιστορικά διατηρητέο μνημείο) της Χρυσαφούλας και Κώστα Παπαγεωργίου, αρχοντόσπιτο επαναστατικής περιόδου και  πρώην κατοικία του Πανεπιστημιακού Κωνσταντίνου Κόντου. Ένα επιβλητικό κτίσμα – με θέα πίσω του το περίφημο Κάστρο  των Σαλώνων – που δεν έχει τα χαρακτηριστικά του νεοκλασικού οικήματος, αλλά κρύβει τη δική του ιστορία και τον ξεχωριστό πολιτισμικό πλούτο. Διαθέτει πολλά παράθυρα, οι σκάλες της αυλής είναι διακοσμημένες με γεωμετρικά σχήματα, το εσωτερικό του σπιτιού καθηλώνει τον επισκέπτη, νιώθοντας πως βρίσκεται σε μια άλλη εποχή του μακρινού παρελθόντος, ανεβαίνοντας τις ξύλινες σκάλες, βλέποντας τις διακοσμημένες πόρτες, τα μοναδικά παλαιικά φωτιστικά, την προπολεμική ηλεκτρολογική εγκατάσταση και τα σπάνια έπιπλα των σαλονιών. Εντυπωσιακό και το δωμάτιο της αυλής  με πολύ λαογραφικό πλούτο και αντικείμενα καθημερινής χρήσης προηγούμενων δεκαετιών, αυτό όμως που μαγεύει τον επισκέπτη είναι η σπηλιά που υπάρχει στο οίκημα και όπως μας είπε ο ιδιοκτήτης στον εμφύλιο πόλεμο κρύβονταν οι αντάρτες εκεί. Η ιδιοκτήτρια κ. Χρυσαφούλα -93 ετών σήμερα – μας είπε πως ο Σταύρος Κόντος, οπλαρχηγός της επανάστασης,  έχτισε ο ίδιος αυτό το σπίτι στην Άμφισσα. Η κατασκευή του κτιριακού συνόλου (κατοικία και βοηθητικά κτίσματα, περιβάλλων χώρος) ανάγεται στην προ της ίδρυσης του ελληνικού κράτους (1833) περίοδο, καθώς είναι πιστοποιημένο και από το Δήμο Άμφισσας πως ήταν αυτό το σπίτι όπου γεννήθηκε και μεγάλωσε ο Σαλωνίτης ελληνιστής και γλωσσολόγος Κωνσταντίνος Κόντος (1834-1909).


Η αλληλουχία των ιδιοκτητών είναι ότι από κατοικία των Κοντάιων περνάει σαν προικώο στον γαμπρό της οικογένειας Χαραλαμπόπουλο (;), κατόπιν περιέχεται στην περιουσία της Εθνικής Τράπεζας η οποία το θέτει σε δημοπρασία περί το 1906, οπότε το αγοράζει ο Νικόλαος Ζαρμπούρης, κτηματίας ελαιών, έναντι του υψηλού για την εποχή ποσού των 7.000 δραχμών. Το 1947 παραχωρείται σαν προικώο στον Κωνσταντίνο Κάζο, κτηματία και ξενοδόχο, ο οποίος μετοικίζει στην Αθήνα το 1976 και το πουλά στους σημερινούς ιδιοκτήτες Χρυσαφούλα Παπαγεωργίου και Κώστα Παπαγεωργίου (Μαρτυρία της Αργυρώς Κάζου – Ζαρμπούρη, κόρης του Νικολάου Ζαρμπούρη, παλαιού ιδιοκτήτη).


Το κύριο κτίσμα – κατοικία – είναι ένα «τρίπατο» ελληνικό αρχοντικό της λεγόμενης


πρώτης ή πρώιμης περιόδου, (σε αντίστοιχες περιόδους διακρίνονται τα αρχοντικά του Γαλαξιδίου) δηλαδή πριν ακόμα ο νεοκλασικισμός επιβάλλει το ύφος του και τα στοιχεία του στα αρχοντικά και λαϊκά κτίσματα των ελληνικών πόλεων. (Ελληνικό=σε αντίθεση με τα τούρκικα σπίτια της Άμφισσας, με το χαγιάτι, της ίδιας περιόδου – προ του 1833 – και τοπικού χαρακτήρα. Αρχοντικό= σε αντίθεση με τα λαϊκά σπίτια της ίδιας περιόδου, μικρά σε όγκο και φτωχά σε υλικά. Ο μεγαλόπρεπος όγκος, το κεντρικό μπαλκόνι, η συμμετρία στην κύρια όψη, η «πυραμοειδής» σκάλα της εισόδου, αναδεικνύουν εξάλλου την οικονομική και κοινωνική κατάσταση του πρώτου ιδιοκτήτη). Στα λίγα από τα σπίτια της πρώτης περιόδου που σώζονται στην Άμφισσα (το σπίτι του οπλαρχηγού Δυοβουνιώτη στην ένωση των οδών Φρουρίου και Αθανασοπούλου, είναι επίσης αρχοντικό της ίδιας περιόδου με ανάλογα μορφολογικά στοιχεία) – πολύτιμα στοιχεία ενός «άλλου κόσμου» – διακρίνουμε μια αυστηρή μορφή κυβοειδή, μια μεγαλοπρέπεια στον όγκο μαζί με μία αρμονία απλών γραμμών δουλευμένων με μαεστρία από έμπειρους τεχνίτες.


Η θεμελίωση του σπιτιού δεν παρουσίασε προβλήματα  καθώς το έδαφος του τόπου είναι βραχώδες. Η εκσκαφή έγινε σε μικρό βάθος, τα θεμέλια ακολουθούν το περίγραμμα του σπιτιού, ενώ για μεγαλύτερη σταθερότητα υπάρχει ένα εγκάρδιο θεμέλιο στη μέση. Οι εξωτερικοί τοίχοι είναι κτισμένοι με λαξεμένη πέτρα και παρουσιάζουν πάχος από 70-80 εκ. στον κάτω όροφο και στο υπόγειο, επιχρισμένοι με ασβεστοκονίαμα και «δεμένοι» με ξυλοδεσιές. Οι διαχωριστικοί εσωτερικοί τοίχοι είναι «τσατμάδες» (ελαφρές κατασκευές) μικρά ξύλινα πηχάκια τοποθετημένα το ένα δίπλα στο άλλο και καρφωμένα σε κοντύτερα ξύλα που σκεπάζονται με κονίαμα. Τα δάπεδα και οι οροφές είναι από ξύλο και στο «πάνω σπίτι» διακρίνονται στην οροφή, μεγάλοι τετράγωνοι ταμπλάδες που παίζουν διακοσμητικό ρόλο. Τα εξωτερικά κουφώματα είναι ξύλινα, καρφωμένα στο έξω μέρος αρχικά του ανοίγματος και σήμερα (για προστασία) λίγο πιο μέσα, με περσίδες. Από ξύλο και όλες οι εσωτερικές πόρτες που η εμφάνισή τους συμβαδίζει με τη χρήση του χώρου που τις δέχεται. Ο εξώστης, κεντρικός στον πάνω όροφο, έχει φουρούσια από χοντρά ελατίσια ξύλα και μια λεπτή σιδεριά με απλό αλλά καλαίσθητο σχέδιο. Η στέγαση είναι μια απλή τετράριχτη ξυλοσκεπή με κεραμίδια «βυζαντινού» τύπου και με ένα γείσο 25 εκ. που εξέχει και τονίζει την επίστεψη.

Οι αυλές και οι κήποι περικλείονται στο κάτω μέρος και στα πλαϊνά από ψηλούς


μαντρότοιχους κτισμένους με διάφορα υλικά (πέτρα, χωματόπλινθοι) και ασβεστωμένους, ενώ στο πίσω μέρος ο βράχος σχηματίζει ένα φυσικό φράχτη. Η εξώπορτα (αυλόπορτα) ήταν ξύλινη στην αρχική τους μορφή όμως τώρα έχει δώσει τη θέση της (αλλαγή το 1950) σε μια σιδερένια πόρτα από μαντέμι με πολύπλοκα σχέδια και ανάγλυφα. Μια μεγάλη κεντρική σκάλα οδηγεί στο σπίτι, στις αυλές και τα βοηθητικά κτίσματα. Κατασκευασμένη και αυτή γύρω στα 1950 με λευκό τσιμέντο και όμορφα σχέδια, πήρε τη θέση της παλιάς πέτρινης (στις αρχές του αιώνα – ιδιοκτησία Ζαρμπούρη – έδωσε τη θέση της σε «Καλντερίμι» για τις ανάγκες των ιδιοκτητών που ήθελαν το άλογο και η σούστα να μπορούν να ανεβαίνουν [μαρτυρία Αργυρώς Κάζου – Ζαρμπούνη]), απομεινάρι της οποίας είναι το πυραμοειδές κομμάτι μπροστά στην κεντρική πόρτα του σπιτιού. Ο κήπος είναι σε επίπεδα και στην πάνω αυλή δίπλα στα χαμοκέλια (αποθήκη, φούρνος, πλυσταριό και στάβλος) υπάρχει το πηγάδι που λειτουργεί ακόμα και σήμερα. Αυτή η αυλή με το πηγάδι επικοινωνεί με την κατοικία δια μέσου πλαϊνής πόρτας σκεπάζεται με πέργολα (κληματαριά) και αποτελεί τον πλέον λειτουργικό χώρο όπου εκτυλίσσονται σχεδόν όλες οι καθημερινές ασχολίες. Στην πίσω πλευρά του σπιτιού υπάρχουν τα «καδοτόπια» οι αποθήκες ελαιών.


Η κεντρική είσοδος του σπιτιού χαρακτηρίζεται από μία ανάγλυφη ξύλινη θύρα που οδηγεί σε ένα διάδρομο υποδοχής όπου «βλέπουν» οι πόρτες δύο μικρών δωματίων (πιθανά δωμάτια υπηρεσίας), η κατωγόπορτα και η ξύλινη σκάλα που οδηγεί στο πάνω σπίτι. Το «κατώι» είναι ο υπόγειος χώρος του σπιτιού και η κατεξοχήν αποθήκη υλικών και τροφίμων. Ανεβαίνοντας τη σκάλα συναντάμε ένα πλατύσκαλο όπου «βλέπουν» η πόρτα ενός μικρού δωματίου και η πόρτα του καθημερινού  με το τζάκι, βρισκόμαστε στον πρώτο όροφο που τον συμπληρώνουν το μαγειριό και ένα ακόμη μεγάλο δωμάτιο που πιθανά χρησίμευε για ξενώνας (το καθημερινό επικοινωνεί με το «κτίσμα προσθήκη» του 1950 που έχει πάρει το ρόλο της κουζίνας, αλλά και με τον πάνω όροφο, όπου ένα δωμάτιο έχει πάρει το ρόλο της επίσημης σημερινής τραπεζαρίας). Η ξύλινη σκάλα τελειώνει  σε έναν χώρο υποδοχής  στο «πάνω» σπίτι όπου παρατάσσονται οι επίσημοι χώροι της κατοικίας (σαλόνια) και δύο κύρια υπνοδωμάτια ( το ένα με τζάκι που κλείστηκε).

Τόσο το κύριο κτίσμα (κατοικία) όσο και ο περιβάλλων χώρος (αυλές, κήποι, πηγάδι, σκάλες) με τα βοηθητικά κτίσματα (πλυσταριό, φούρνος, στάβλος, καδοτόπια) αποτελούν μια χαρακτηριστική αρχιτεκτονική σύνθεση, ιστορικής σημασίας, σαν δείγμα ελληνικής αρχιτεκτονικής αρχοντόσπιτου των προ της ίδρυσης του νεοελληνικού κράτους χρόνων (επαναστατική περίοδος) στην περιοχή της Ρούμελης.

Η σημασία αυτή τονίζεται από το γεγονός ότι υπήρξε το πατρικό σπίτι του ελληνιστή Κωνσταντίνου Κόντου, καθώς και από τη θέση του, αφού εντάσσεται μέσα σε ένα οικιστικό σύνολο κτισμάτων της παλαιάς Άμφισσας, σύνολο που υπογραμμίζει τόσο τον χαρακτήρα της πόλης όσο και την ιστορική της ταυτότητα.

 

ΒΙΟΓΡΑΦΙΑ ΚΩΝΣΤΑΝΤΊΝΟΣ ΣΤΑΥΡΟΥ ΚΟΝΤΟΣ 

(12 Μαρτίου 1834, Άμφισσα — 1909, Αθήνα)

 


Γεννήθηκε στην Άμφισσα από πατέρα Ηπειρώτη, εγκαταστημένο στα Σάλωνα τον καιρό της Επανάστασης και μητέρα Αμφισσίδα. Οι γονείς του ονομάζονταν Σταύρος και Παναγιώτα (Κοντοδήμου), και ο πατέρας του κατάγονταν από το Δέλβινο της Βόρειας Ηπείρου και είχε πολεμήσει ως καπετάνιος μαζί με τον Οδυσσέα Ανδρούτσο, Γ. Καραϊσκάκη κατά την ελληνική επανάσταση, καθώς και είχε υπηρετήσει και στην αυλή του Αλή Πασά στα Ιωάννινα. Μετά το τέλος της επανάστασης απέκτησε τον βαθμό του ταγματάρχη, και η οικογένεια εγκαταστάθηκε στην Άμφισσα. Η οικογένεια είχε συνολικά 7 παιδιά (5 γιοί και 2 κόρες) εκ των οποίων ο Κωνσταντίνος ήταν ο μεγαλύτερος.

Υπήρξε ένας εκ των μεγαλύτερων ελληνιστών, διακρινόμενος  για την ακριβή και βαθιά γνώση της ελληνικής γλώσσας και φιλολογίας για το πλήθος άριστων διορθώσεων στους αρχαίους συγγραφείς και για τον αγώνα του υπέρ της φιλολογικής επιστήμης. Υπήρξε επίσης ο ιδρυτής και εκδότης του περιοδικού «Λόγιος Ερμής»  το οποίο αποτελούσε ανθολογία κειμένων και παρατηρήσεων που σχετίζονται με τη νέα ελληνική γλώσσα.

Σημαντικές περίοδοι της ζωής του:

Μεγαλώνοντας, μετακινήθηκε στην Ιθάκη και σπούδασε στο εκεί ελληνικό σχολείο, και κατόπιν πήγε στην Αθήνα όπου φοίτησε στο γυμνάσιο η διεύθυνση του οποίου ήταν υπό τον Γεώργιο Γεννάδιο. Διέκοψε για κάποιο διάστημα τις σπουδές του το 1854, διότι έσπευσε με τα γέροντα πατέρα του στα Θεσσαλικά πεδία, όπου είχε ξεσπάσει η επανάσταση. Συμμετείχε σε πολλές μάχες, εκθέτοντας τον εαυτό του σε κίνδυνο.

Μετά την λήξη της επαναστάσεως, πήγε στην Λαμία όπου ολοκλήρωσε τελικά τις σπουδές του εκεί, και κατόπιν στην Αθήνα όπου γράφτηκε ως φοιτητής της Φιλοσοφικής Σχολής το 1855. Μετά από τριετή φοίτηση εστάλη γυμνασιάρχης στο Γυμνάσιο της Χίου, το οποίο διεύθυνε επιτυχώς επί τρία έτη, και στη συνέχεια διεύθυνε το Γυμνάσιο Σάμου.

Το 1865 αναχώρησε για την Ολλανδία όπου σπούδασε επί τριετία κοντά στο διάσημο ελληνιστή , καθηγητή του Πανεπιστημίου του Λέυντεν, Κάρολο Κόμπετ.

Το 1867, προ της επανόδου του στην Ελλάδα, ο Κόντος αναγορεύτηκε επίτιμος διδάκτωρ του Πανεπιστημίου του Λέυντεν, τυχών διπλώματος του οποίου «ολίγιστοι επί μακρώ χρόνω έτυχον». Ο καθηγητής του τον προσφώνησε «κράτιστον» των φιλολόγων.

Το 1868 διορίστηκε έκτακτος καθηγητής της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών και το 1875 τακτικός.  Επί σειρά ετών δίδασκε τυφλός, είχα χάσει το φως του δέκα χρόνια πριν το θάνατό του.

Ο Κόντος υπήρξε πολυγραφότατος. Ο καθηγητής Γ. Α. Χριστοδούλου ο σπουδαιότερος και ως τώρα ο μόνος σύγχρονος μελετητής του έργου του, έχει καταγράψει 357 λήμματα και πιστεύει πως υπάρχουν και άλλα.

Κατά την περίοδο που ο Κόντος με την άσπρη γενειάδα , οδηγούμενος από το γιό του, δίδασκε στο Πανεπιστήμιο τυφλός, παρακολουθούσαν τα μαθήματά του, πλην των φοιτητών του , λόγιοι και φοιτητές άλλων σχολών. Οι διαπρεπέστεροι Έλληνες φιλόλογοι, λογογράφοι, ερευνητές και συγγραφείς των αρχών του 20ου αιώνα υπήρξαν μαθητές του.  Ενδεικτικώς αναφέρονται ο κράτιστος των γλωσσολόγων πανεπιστημικός Γεώργιος Χατζηδάκης, ο διαπρεπής ελληνιστής Σπυρίδων Βάσης, ο ρουμελιώτης λόγιος ο μεγάλος Γιάννης Βλαχογιάννης, ο Νίκος Α. Βέης με τον οποίο έγιναν φίλοι και συμπολέμησαν στον αγώνα του 1854, ο Ιωάννης Γρυπάρης, καθηγητής και Γυμνασιάρχης αργότερα του Γυμνασίου Αμφίσσης, ο Αντώνιος Κεραμόπουλλος, καθηγητής κι αυτός στο Γυμνάσιο Άμφισσας και Έφορος Αρχαιοτήτων, ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, ο Κώστας Βάρναλης, ο οποίος όταν επισκέφθηκε την Άμφισσα, περί τα τέλη της δεκαετίας του 1960, κι αντίκρισε τη φωτογραφία του Κόντου που κοσμούσε τη Δημοτική Βιβλιοθήκη εξέφρασε τον θαυμασμό του προς τον μεγάλο δάσκαλο και τέλος ο Αμφισσέας παιδαγωγός και καθηγητής Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, Αλέξανδρος Δελμούζος.

Ο Κόντος δεν ασχολήθηκε εκτεταμένα με το θέμα του γλωσσικού ζητήματος, και τήρησε μετριοπαθή θέση, ενώ παρέβαινε μόνο σε όποια ζητήματα αφορούσαν την ορθότητα της αρχαίας γλώσσας σε φιλολογική βάση. Παρόλα αυτά, κατηγορήθηκε από κάποιους πως υπήρξε αττικιστής και πως επιθυμούσε την επιστροφή του αττικού λόγου, κάτι που αρνήθηκε έντονα ως αναληθές και παράλογο.

Ο Κωνσταντίνος Κόντος πέρασε τα τελευταία χρόνια της ζωής του μοναχικά καθώς έχασε την γυναίκα του. Οι μόνοι άνθρωποι που έμειναν δίπλα του ήταν οι μαθητές του με πρώτο τον Γ. Χατζιδάκη. Τέλος, αυτό που του στοίχισε περισσότερο ήταν όχι μόνο το ότι τυφλώθηκε,  αλλά το ότι βρήκαν την ευκαιρία οι αντίπαλοί του να του επιτεθούν γνωρίζοντες ότι ήταν ανήμπορος να υπερασπιστεί τις επιστημονικές του ιδέες. Για μία ακόμη φορά οι απαντήσεις του έφτασαν διά των αντιπροσώπων του οι οποίοι ήταν και πάλι οι μαθητές του οι οποίοι τον επισκέπτονταν συχνά.

Κατά τους πρώτους μήνες του  1909, λίγο πριν το θάνατό του, είχε την ευτυχία να παραστεί  στον επίσημο εορτασμό των σαράντα χρόνων της καθηγεσίας του Πανεπιστημίου Αθηνών. Μετά τον θάνατο του Κόντου, μερικές από τις πραγματείες του εξεδόθησαν από τον Χ.Χ. Χαριτωνίδη, μαθητή και γραμματέα του, ο οποίος τον βοηθούσε στον καταρτισμό και την έκδοση των πραγματειών από τότε που ο Κόντος τυφλώθηκε. Από το πλούσιο κι ανέκδοτο ως τις μέρες μας υλικό του μεγάλου ελληνιστή, η κόρη του μαθητή του  Ανδρομάχη Χ. Χαριτωνίδη δώρισε στη Δημοτική Βιβλιοθήκη Άμφισσας, το 1969, μέρος του αρχείου του. Το χειρόγραφο αυτό υλικό, μαζί με πλήθος βιβλίων του Κόντου και για τον Κόντο, εξεδόθη κατά τα Α΄ «Φωκικά» του 1964 (Φιλολογικό μνημόσυνο του Κ.Σ. Κόντου) που οργάνωσε στην Άμφισσα το τοπικό παράρτημα της Ελληνικής Περιηγητικής Λέσχης. Ήταν, τότε που εντοιχίστηκε στον εξωτερικό τοίχο του πατρικού του σπιτιού μαρμάρινη πλάκα με την επιγραφή ΟΙΚΙΑ ΚΩΝ. ΚΟΝΤΟΥ ΚΑΘΗΓΗΤΟΥ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ. Το νεοκλασικό αυτό αρχοντικό έχει αλλάξει πολλούς ιδιοκτήτες.

Ο Κόντος είχε και μία κόρη τη Φιλαρέτη, η οποία παντρεύτηκε τον δημοσιογράφο Γ.Α. Βλάχο της εφημερίδας Καθημερινής, με τον οποίο απέκτησε μία κόρη , την Ελένη, που συνέχισε το επάγγελμα του πατέρα της. Όμως αυτή για δικούς της λόγους αγνόησε τον παππού της, γι ΄αυτό και η ιστορία του εκ μητρός τόπου καταγωγής της δεν βρήκε θέση σε αυτήν.


Βιβλιογραφία βιογραφίας

Χατζιδάκις, Γ.Ν. (21 Μαΐου 1910). «Λόγος Επιμνημόσυνος εἴς Κωνσταντίνον Σ. Κόντον, ἐκφωνηθείς ἐν συνεδρία τῶν ἐταίρων τῆς ἐν Ἀθῆναις Ἐπιστημονικής Ἐταιρείας». anemi.lib.uoc.gr. Τυπογραφείο Π.Δ.Σακελλαρίου. Ανακτήθηκε στις 15 Οκτωβρίου 2020.

Κραβαρτόγιαννος, Δ. (1997). Ιστορία της Πόλεως Αμφίσσης, Συμπληρώματα. Σύλλογος Απανταχού Αμφισσέων «Τα Σάλωνα».

 

Πηγή άρθρου: https://3odimamfissas.blogspot.com/

 

 

Δεν υπάρχουν σχόλια: