Του Δρόσου Κραβαρτόγιαννου
Οι Τούρκοι των Σαλώνων όταν άκουσαν να διηγούνται με
υπερβολές οι ομογενείς του Αιγίου, τα όσα είχαν συμβεί στην πατρίδα τους, από
φόβο μήπως πάθουν τα ίδια ανέβασαν στο ακατοίκητο έως τότε Κάστρο, τις
οικογένειές τους. Ύστερα κλείστηκαν εκεί, 600 ένοπλοι περίπου, και φρόντισαν να
ζητήσουν βοήθεια απ΄ τις άλλες γειτονικές πόλεις.
Ο Πανουργιάς είχε πολύ λιγότερους, για την ώρα. Δεν μπορούσε
όμως να περιμένει πολύ. Ήξερε καλά πως σε παρόμοιες περιστάσεις μεγαλύτερη
σημασία θάχει ο ενθουσιασμός και το ηθικό των επαναστατών. Ο ίδιος
μεταχειρίστηκε σπουδαίο τέχνασμα με σκοπό να δημιουργήσει επιθετικό πνεύμα
στους άντρες του, στην πιο κατάλληλη στιγμή. Φρόντισε να φτάσουν στα σημεία που
βρίσκονταν οι αρχηγοί των τμημάτων του, ψεύτικες ειδήσεις αυτόπτη μάρτυρα, ότι
δήθεν είδε με τα μάτια του στον Όρμο των Σαλώνων, ρώσικα καράβια.
-Τι περιμένετε λοιπόν ακόμα; Φώναξαν ενθουσιασμένοι οι
οπλαρχηγοί, του Πανουργιά.
Ήταν 27 του Μάρτη ξημερώματα όταν άρχισε η πολιορκία των
Σαλώνων. Το σύνθημα δόθηκε στη μία, μετά τα μεσάνυχτα. Η πρώτη μεγάλη φωτιά
φάνηκε στο «Παλουκάκι» της Δεσφίνας κι ακολούθησαν οι άλλες: στο «Μετόχι» του
Προφήτη Ηλία, στον «Κόφινα» κοντά στα «Λειβαδάκια», στον «Άη Θανάση» κοντά στο
«ρέμα της Μηλιάς» και στην «Κουτσουρέρα πάνω απ’ την Αγιά Θυμιά».
Τα παλληκάρια του Πανουργιά συγκεντρώθηκαν έξω απ’ τα
Σάλωνα, σε τρία τμήματα: Το αριστερό διοικούσε ο Γκούρας, το δεξιό ο Παπαντριάς
και ο Μανίκας και το κέντρο ο Πανουργιάς. Οι Γαλαξιδιώτες έφεραν ψιλά όπλα,
πολεμοφόδια και μικρά κανόνια, απ’ τα καράβια τους.
Όλη σχεδόν η Φωκίδα πήρε μέρος, στην ιστορική αυτή
πολιορκία. Ο ιστορικός ερευνητής Γιώργος Καψάλης, παραθέτει 520 περίπου ονόματα
πολιορκητών, ήτοι: 10 απ΄ την Αγιά Θυμιά. 5 απ΄τον Αγιώργη. 25 απ΄την Αγόριανη.
1 απ΄την Απάνω Μουσουνίτσα. 11 απ΄τη Βάργιανη. 7 απ΄τη Βιτρινίτσα. 1 απ΄τη
Βοστινίτσα. 5 απ΄τη Βουνιχώρα. 25 απ΄το Γαλαξείδι. 1 απ΄τη Γουρίτσα. 3 απ΄τη
Γραβιά. 44 απ΄τους Δελφούς. 96 απ΄τη Δεσφίνα. 22 απ΄τη Δρέμισα. 7 απ΄την
Κάνιανη. 10 απ΄τις Καρούτες. 13 απ΄τα Καστέλλια. 3 απ΄τις Κολοβάτες. 9 απ΄την
Κολοπετινίτσα. 26 απ΄την Κουκουβίστα. 1 απ΄το Λιδωρίκι. 9 απ΄τις Μαριολάτες. 6
απ΄το Μαυρολιθάρι. 1 απ΄τον Μπράλο. 2 απ΄το Ξεροπήγαδο. 12 απ΄τα Πεντεόρια. 64
απ΄τα Σάλωνα. 7 απ΄τη Σεγδίτσα. 4 απ΄το Σεργούνι. 18 απ΄το Σερνικάκι. 4 απ΄το
Σκλήθρο. 9 απ΄τη Στρώμη. 33 απ΄την Τοπόλια. 1 απ΄το Τρίστενο. 5 απ΄τον Χλωμό
και 17 απ΄το Χρισσό.
Πρωτοπαλίκαρο του Πανουργιά ήταν ο γαμπρός του Θανάσης
Μανίκας. Στο σώμα του ο Πανουργιάς περιλάμβανε τους: Γιάννη Γκούρα, Παπαντριά,
απ΄την Κουκουβίστα, Γιάνη Ρούκη, Γιώργο Χαλμούκη, Καινούργιο, Γλαβίτσα, Κανέλο,
Καραγεώργη, Φαρμάκη (που έπεσε αργότερα, στο Χάνι της Γραβιάς), Θανάση Καπλάνη,
Γραμματίκα, Κιτέα, Νίστα, Κακαλίνη και αδελφούς Θεόδωρο και Γιώργη Μπάκα.
Μεταξύ των Γαλαξιδιωτών πολιορκητών βρισκόταν ο Ιωάννης
Καραλίβανος, αξιωματικός επί πολλά χρόνια στα πλοία του Βελή Πασά, στην αρχή
και του Αλή Πασά, αργότερα. Όταν έμαθε για την Επανάσταση, ένα μήνα πριν απ΄την
έκρηξή της, βρέθηκε στο Γαλαξίδι.
Η επίθεση στην πόλη, άρτια οργανωμένη, έγινε απ΄όλα τα
σημεία και κράτησε 4 ώρες. Πάνω στη Μάχη σκοτώθηκε ο γιός του Θόδωρου Τράκα, ο
Σταμάτης. Ο πατέρας βλέποντας νεκρό το παιδί του, έσφιξε την καρδιά του κι είπε
στους στρατιώτες του: «-Γάμος χωρίς σφαχτά δε γίνεται».
Οι Τούρκοι υποχώρησαν και κλείστηκαν στο Κάστρο. Ελάχιστοι
Αρβανίτες έμειναν και παραδόθηκαν. Βρήκαν όμως μαρτυρικό θάνατο. Οι Σαλωνίτες
έκρυψαν για πολλές μέρες στις κάδες και τα πυθάρια τις τουρκικές οικογένειες
που συνδέονταν φιλικά μαζί τους.
Έτσι έπεσε η πόλη. Όπως γράφει ο Ι. Φιλήμων: «Πρώτη η
Άμφισσα της Φωκίδος εκινήθη στις 27 Μαρτίου, και πρώτος ο οπλαρχηγός ταύτης,
Πανουργιάς, συμφώνους έχων τους προκρίτους του τόπου, έδωκε την κυρίαν ώθησιν
και την σημαίαν ύψωσε. Μεγάλα δύναται η πατριωτική συνείδησις και η καλή
θέλησις ενός, εν αρμοδία υπάρχοντος μάλιστα θέσει, ανθρώπου… Λόγω δε αληθείας
και δικαιοσύνης ο ανήρ ούτος (Πανουργιάς), ως και ο Σκαλτσάς και Διάκος,
συντάσσονται μετά των πρωταγωνιστών… ει και ουδέποτε και παρ΄ουδενός
εμνημονεύθησαν ως τοιούτοι ούτε αυτός, ούτε οι έτεροι δύο».
Τούρκος γενικός διοικητής των Σάλωνων ήταν ο Οσμάν Μπέης,
που έτρεφε φιλικά αισθήματα προς τους Σαλωνίτες. Οι Τούρκοι του πρότειναν να να
σφάξουν τα παιδιά των δημογερόντων γι΄αντίποινα. Ο Οσμάν όχι μόνο δεν έκανε
παρόμοια πράξη, αλλ΄αντίθετα, άφησε ελεύθερα τα παιδιά.
Η πολιορκία του Κάστρου είχε αρχίσει την ίδια μέρα. Τα
μπρούτζινα γαλαξιδιώτικα κανόνια στήθηκαν στο σπίτι του Στράγκα, στο άκρο της
πόλης κι άρχισαν να βάλλουν. Με τους πρώτους πυροβολισμούς σκοτώθηκε μια
γυναίκα και δυο παιδιά και καταστράφηκαν δύο φορτώματα άλευρα των Τούρκων. Οι
άλλοι πυροβολισμοί πήγαιναν χαμένοι. Ύστερα μετέφεραν τα κανόνια στα «Μνήματα»,
πάνω απ΄τη συνοικία «Χάρμαινα», όπου το στρατηγείο του Πανουργιά.
Στην προτροπή του Πανουργιά, στους Τούρκους, να παραδοθούν,
εκείνοι απάντησαν αρνητικά. Είχαν ελπίδες να λάβουν ενισχύσεις απ΄την Εύβοια
και τη Λαμία. Τότε ο Πανουργιάς κάλεσε τους οπλαρχηγούς σε πολεμικό συμβούλιο
για ν΄αποφασίσουν πως θάπρεπε να ενεργήσουν. Οι γνώμες των οπλαρχηγών
διασταυρώθηκαν, μα απόφαση δεν έβγαινε. Τότε πήρε το λόγο ο Καραπλής. Ζήτησε
απ΄τον Πανουργιά μαραγκούς, σανίδια και πάτερα.
Ήταν Παρασκευή, παραμονή του Λαζάρου. Πρωταπριλιά. Ο
Καραπλής όλη τη νύχτα κατασκεύασε σκαλωσιά στο χώρο κάτω απ΄τα Πηγάδια κι
ανέβασε κει 30 με 40 εκλεκτά παλληκάρια. Στο τέλος ανέβηκε κι αυτός κι έριξε τη
σκάλα πίσω του.
«-Πως θα γυρίσουμε πίσω;» Παρατήρησε κάποιος.
«-Εδώ ήρθαμε για να νικήσουμε ή να σκοτωθούμε», απάντησε ο
Καραπλής.
Τα παλληκάρια του Καραπλή είχαν τώρα στον έλεγχό τους την
πηγή με το νερό. Το πρωί των Βαΐων ένας Τούρκος κατέβηκε για νερό στα
«Πηγάδια». Μια μπαταριά και ξαπλώθηκε νεκρός. Οι Τούρκοι βρέθηκαν σε δεινό
φοβερό.
Στις 8 τ΄ Απρίλη έκαμαν έφοδο να καταλάβουν την πηγή.
Αρχηγός τους ήταν το πρωτοπαλίκαρό τους, ο Χάιτας. Σαν έφτασαν έξω απ΄ την πηγή
ο Χάιτας άρχισε να βρίζει προκλητικά τον Καραπλή. Επακολούθησε φοβερή μάχη.
Δεκατρείς Τούρκοι έπεσαν νεκροί, ανάμεσά τους και ο Χάιτας.
Ο Πανουργιάς μεταχειρίστηκε πολλά τεχνάσματα για να
αναγκάσει τους Τούρκους σε παράδοση. Στο τέλος μήνυσε στους μπέηδες ότι δεν
είχαν πλέον καμιά ελπίδα. Πιεσμένοι οι Τούρκοι από τη δίψα κι απελπισμένοι
πήραν την τελική απόφαση. Έστειλαν τους μπέηδες για νάρθουν σε συνεννόηση με
τον γνωστό τους απ΄ τ΄ αρματολίκι Πανουργιά.
«-Ποιος είναι ο αφέντης σας, να προσκυνήσουμε;» Τον ρώτησαν.
«-Να! Εγώ είμαι ο αφέντης σας και σε μένα θα προσκυνήσετε»,
αποκρίθηκε ο Πανουργιάς.
Τότε εκείνοι ζήτησαν να βγουν με τ΄ άρματά τους και να
φύγουν.
«-Ωρέ παλιόσκυλα, γι αυτά τα παλιοσίδερα σας κάνω πόλεμο»,
είπε ο Πανουργιάς.
Τους υποσχέθηκε όμως ασφάλεια ζωής, τιμής και περιουσίας.
Ήταν 10 τ΄ Απρίλη, ανήμερα του Πάσχα (δεκατρείς ολάκερες
μέρες κράτησε η πολιορκία). Η πύλη του κάστρου άνοιξε. Μπροστά καθόταν ο
Πανουργιάς. Οι Τούρκοι άρχισαν να βγαίνουν παραδίδοντάς του τα όπλα. Οι μπέηδες
κρατήθηκαν σαν όμηροι, σύμφωνα με προτροπή του Γκούρα. Μερικοί απ΄ τους
Τούρκους έμειναν για μεγαλύτερη ασφάλεια σε φιλικά τους σπίτια Σαλωνιτών. Οι
πιο πολλοί απομονώθηκαν σε μικρές ομάδες στα γύρω χωριά. Σε χειρόγραφό σημείωμά
του ο Γεωργάκης Παπαηλιόπουλος γράφει: «Εις τα 1821Μαρτίου 27 εκτυπήσαμεν τους
Οθωμανούς και της πατρίδος μας τους Βοστητζάνους όπου ήταν όλοι εκεί φερμένοι,
έναν Ορτζακιάνην με 40 στρατιώτας όπου είχεν μαζί του. Την ιδίαν ημέραν προς το
εσπέρας τους εμβάσαμεν εις το φρούριον και τους πολιορκήσαμεν στενά και εις 13
ημέρας τους υποχρεώσαμεν και επαραδώθησαν εις τας χείρας των Ελλήνων. Την
σημαίαν της Επαναστάσεως υψώσαμεν εις την οικίαν του Α. Κεχαγιά εμβήκαμεν εις
την πόλιν μαζί με τους οπλαρχηγούς προπορευόμενοι εμείς μπροστά διότι
εγνωρίζαμεν τους δρόμους».
Οι Σαλωνίτες γιόρτασαν το πρώτο λεύτερο Πάσχα στην πατρίδα
τους ύστερ΄ από 4 αιώνες σκλαβιάς. Μαζί τους βρισκόταν κι ο δεσπότης Ησαΐας.
Ούτε να ιερουργήσει δεν κάθισε όμως. Δεν προλάβαινε. Έφυγε μαζί με τον
Πανουργιά και την ίδια μέρα συναντήθηκαν με τον Διάκο και τον Δυοβουνιώτη στο
χωριό Κομποτάδες.
Ο οπλαρχηγός είχε αφήσει εντολή να μην πειραχτεί κανένας
Τούρκος, σύμφωνα με τη συνθήκη. Όμως οι Σαλωνίτες δεν μπορούσαν να ξεχάσουν
τόσων χρονών εξευτελισμούς και βασανιστήρια. Κι όπου εύρισκαν Τούρκους
απομονωμένους τους δολοφονούσαν άγρια και με πάθος. Σαν έμαθε ο Πανουργιάς ότι
οι Τούρκοι της Λαμίας ετοιμάζονταν να ανακαταλάβουν τα Σάλωνα, για να μην έχει
κι εμπρός κι οπίσω του εχθρούς, αποφάσισε να εξοντώσει όλους τους Τούρκους.
Η απόφαση πάρθηκε σε σύσκεψη των τριών οπλαρχηγών στους
Κομποτάδες στις 20 τ΄ Απρίλη, πριν ακόμα συζητηθεί η αντιμετώπιση του Κιοσέ
Μεχμέτ κι Ομέρ Βρυώνη. Ο ιστορικός Φιλήμων γράφει: «Απόφασις τοιαύτη κρίνεται
βεβαίως και παράσπονδος και σκληρά. Λαμβανομένης όμως υπ΄ όψιν της εποχής, ως
και του ηθικού των Τούρκων, ωμολόγηται εξ εναντίας έργον απολύτου ανάγκης».
Την πρώτη μέρα ο Πανουργιάς έστειλε μερικούς στην Τοπόλια κι
έβαλε και τους δολοφόνησαν στην «Σκίτσα». Την επόμενη έστειλε άλλους στην
Αγιαθυμιά και τους δολοφόνησε στην «Κούσκια». Τις άλλες μέρες το ίδιο σ΄ άλλα
μέρη, μέχρι που δεν έμεινε κανένας ζωντανός Τούρκος στα Σάλωνα.
Κατόπιν ο Πανουργιάς έδωσε διαταγή να κλειστούν καλά τα
παράθυρα δυο σπιτιών και να συγκεντρωθούν εκεί οι τουρκικές οικογένειες για να
γλυτώσουν, δήθεν, από ληστρική αρβανίτικη επιδρομή. Σαν έγινε κι αυτό, έβαλαν
φωτιά στα σπίτια και κάηκαν ζωντανά τα γυναικόπαιδα των Τούρκων. Στοματική
παράδοση αναφέρει πως αυτό έγινε στη συνοικία «Μάρμαρα», μεταξύ «Γκιριζιού» και
«Μάνδρας», στο σπίτι του Γιάννη Στουρνάρα.
Τα γεγονότα της κατάληψης του Κάστρου των Σαλώνων σταματούν
εδώ.
Ημέρα που παύθηκε από το αξίωμά του και αμέσως βίαια
φυλακίστηκε στις Φυλακές Μποσταντζήμαση, ο Οικουμενικός Πατριάρχης Γρηγόριος
Ε΄. Για να απαγχωνιστεί αργότερα, με διαταγή του Οθωμανού Βασιλέα, στην
κεντρική πύλη του Πατριαρχείου της Κωνσταντινούπολης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου